Της Ελένης Μπετεινάκη*
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα παλικάρι που ζούσε στο Μεγάλο Κάστρο…
«Στο πιο λαμπρό παλάτι του κόσμου ολάκαιρου ζούσε ο Ντελή Μάρκος. Ένα παλάτι που όμοιο του δεν υπήρχε πουθενά. Διαμαντικά, χρυσάφια και πολύτιμα ιερά σκεύη ήταν γιομάτο. Άνθρωποι με ψυχή, με δύναμη, με υπομονή αμέριστη ήταν στη δούλεψη του. Ελεύθεροι ζούσαν, φίλοι μεταξύ τους, μπιστικοί κι αντρειωμένοι. Κανένας δεν μπορούσε να τα βάλει με τούτον τον άντρα. Λέγαν πως η δύναμη του γκρέμιζε βουνά. Κρήτη τ’ ονόμαζε το παλάτι του, το πιο πολυπόθητο απ’ όλους.
Στην άκρη της θάλασσας, στο Μεγάλο Κάστρο, δίπλα στην πιο ξακουστή πηγή ήταν η πιο μεγάλη του Είσοδος .Ήθελε να βλέπει, να αγναντεύει όλους τους πειρατές, όλους εκείνους που’ θελαν να βάλουν χέρι στα «πράματα»του… Ώσπου μια μέρα ένας άλλος αντρειωμένος και ξακουστός γίγαντας στη δύναμη ο Τούρκος ο Ντελή Χουσεϊν θέλησε να παραβγεί μαζί του και το τίμημα τούτης της πιο τρανής μονομαχίας θα ΄ταν το ίδιο το παλάτι, κι όλος ο τόπος γύρω του. Σειστήκαν τα βουνά, οι πέτρες όλες, ανακατεύτηκε η θάλασσα με την ξηρά, κόπηκε η ανάσα των ανθρώπων βλέποντας τα δυο παλληκάρια να παλεύουν στήθος με στήθος, γροθιά στη γροθιά… Μέρες περάσανε, μήνες και χρόνια κι ο θυμός, το πείσμα, η διαμάχη δεν σταματούσε. Πάλευαν, συνέχεια χωρίς σταματημό, χωρίς καμιά άλλη σκέψη. Κι ήρθε μια στιγμή, μια μαύρη ώρα που ένα στραβοπάτημα του Ντελή Μάρκου, τον έριξε στη γη… Χίμηξε απάνου του ο Τούρκος και δεν τον άφησε να σηκωθεί ξανά. Του πήρε το παλάτι, το θρόνο, τα πράματα όλα κι έγινε εκείνος αφέντης του τόπου…Ο Ντελή Μάρκος δεν άντεχε να βλέπει τούτη την μεγάλη αδικία, συνέχισε να μάχεται ίσαμε μιαν άλλη μέρα σκοτεινή που τον παγίδευσαν ακόμα μια φορά οι Τούρκοι και τον έδεσαν με αλυσίδες πολλές και χοντρές, ρίχνοντας τον στη πιο σκοτεινή φυλακή που δεν την ακουμπούσε ούτε θεός , ούτε άνθρωπος. Δυο φορές έσπασε τα δεσμά του, δυο φορές τον πιασαν οι οχτροί και σαν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, τον έχτισαν μαζί με τις αλυσίδες του στην Βρύση, τη Βορινή, που όλοι κατέχανε πως είχαν φτιάξει τα τελευταία χρόνια οι Ενετοί και την ονόμαζαν Πριούλι. Τώρα πια η βρύση άλλαξε όνομα. Όλοι τη λέγανε …στου Δελημάρκου… Ακόμα ζει η ψυχή του παλικαριού. Κάθε φορά που κινδυνεύει το Μεγαλόκαστρο, η Κρήτη του, εκείνος ουρλιάζει και χτυπιέται κι ακούγονται οι φωνές και το σύρσιμο από το πάλεμα των αλυσίδων στα σοκάκια της πόλης, του λιμάνιού…Κι όλοι οι γέροι, που γνωρίζουν, οι νιοί που ΄χουν ακούσει τις ιστορίες, σταυροκοπιούνται και παρακαλούν τον Άγιο Μηνά, τον Προστάτη τους, να βοηθήσει την πόλη, τον τόπο γιατί ο Δελημάρκος τους έστειλε πάλι μήνυμα πως « πράμα κακό θα γενεί…». Κι όλα αυτά γινήκανε λένε και κρατήσαμε 24 χρόνια… Από το 1645 ίσαμε τα 1669 που το παλάτι χάθηκε…»*
Σε μια συνοικία από τις πιο γραφικές της πόλης, αυτή της Αγίας Τριάδας, μια βόλτα πάντα σε γυρνά σε άλλες εποχές, σε εικόνες που ξεπηδούν από παλιές ελληνικές ταινίες. Μυρίζει ακόμα ο ασβέστης εκεί, κι είναι μπλεγμένοι οι κάτοικοι με ντόπιους και ξένους, με ρομά και μπόλικους μετανάστες. Όλα θα τα βρεις εκεί, όλα, μα πιο πολύ την ιστορία ανάκατη σε χρόνους ενετικής κυριαρχίας, τούρκικης και …σημερινής. Μιας ιστορίας καλυμμένης σε πολλά σημεία με τα πράσινα δίχτυα, όπως γράφαμε παλιότερα, και με πορτοκαλί πια, με κίτρινες ρίγες …για πιο αισιοδοξία, πως θα πέσουν δηλαδή πιο σύντομα!
Στενά πολλά, σπίτια ερμητικά κλειστά, κλινικές ερειπωμένες, τα πάλε ποτέ Γερμανικά αρχηγεία ανακαινισμένα ή και …ετοιμόρροπα! Κάθε σπίτι, κάθε σοκάκι και μια ιστορία. Που να πρωτοσταθεί κανείς; Εδώ κι η Αρμενική εκκλησία, εδώ και τα πιο πολλά σωζόμενα τουρκικά σπίτια. Εδώ τα πιο όμορφα νεοκλασικά, επιφανών Ηρακλειωτών και μη. Μόνο που βλέπεις λουκέτα σε πολλά απ ‘ αυτά, σκόνη και χόρτα να ξεπηδούν από τα πεζοδρόμια και τα πεζούλια της …εγκατάλειψης!
Μια πεταλιά με το ποδήλατο είναι και κατηφορικός δρόμος σαν τον πάρεις από την οδό του Καλοκαιρινού. Στενός και γεμάτος με ό,τι κτίσματα βάζει ο νους και η ανθρώπινη μαεστρία. Τώρα πια έχει και μπόλικο χρώμα από τις υπέροχες ζωγραφιές που φιλοτεχνήθηκαν πρόσφατα στο Φεστιβάλ της Τέχνης καθ΄οδόν. Κι εκεί που φτάνεις στο τέρμα, λίγο πριν την Πύλη του Δερματά, απέναντι από το Μποδοσάκειο, από τα πιο ιστορικά σχολεία του Ηρακλείου, σταματάς και αφουγκράζεσαι. Την ιστορία ακούς, τους θρύλους θυμάσαι, και κλείνεις τα μάτια κι αφήνεσαι στο χρόνο, στο παραμύθια κι αισθάνεσαι πως ακούς το σύρσιμο από τις βαριές αλυσίδες του παλικαριού….
Κρήνη Πριούλη ή Ντελημάρκου, γεμάτη τσιμέντο σύγχρονο, κίονες και πεσσούς ενετικούς και ένα αέτωμα κορινθιακού ρυθμού που ευτυχώς σώζεται. Η ιστορία της λίγο πολύ γνωστή. Ξεκινά στα 1666 σαν κτίστηκε από τον γενικό προβλεπτή AntonioPriulli. Νερό ήταν πάντα, το πρόβλημα της πόλης, ύδρευση , αποχέτευση και ανάσες για τους οδοιπόρους, περαστικούς, ταξιδευτές και ντόπιους. Κι ο Ενετός Προβλεπτής, το ‘ξερε ….Η κρήνη άλλαξε όνομα την εποχή της Τουρκοκρατίας κι είναι όλα γραμμένα σε μια επιγραφή στη μέση μέση της. Αφιερωμένη στον Χουσεΐν Γαζή Πασάπου κατόρθωσε να φέρει ξανά νερό στην κρήνη. Κι ύστερα τη βαφτίσανε Κρήνη του Δελημάρκου κι οι θρύλοι θέλουν τα στοιχειά, τις νεράιδες και το παλικάρι να ζήσουν για πάντα εκεί!
Αργά το απόγευμα την ώρα που έπεφτε ο ήλιος κατέβηκα να θυμηθώ τον τόπο, με το ποδήλατο. Είδα, σταμάτησα, αφουγκράστηκα …Μόνο σιωπή παντού απλωμένη, κοιμούνται τα στοιχειά. Δεν έχουν λόγο να ξεκινήσουν σαματά, αν και θα΄πρεπε, γιατί λίγο απ όλους μας ξεχάστηκε ο τόπος, το μνημείο, η ιστορία και πάλι….
Ο ήλιος βούτηξε πίσω απ τα βουνά, σκορπώντας απίστευτα χρώματα στον ουρανό. Η θάλασσα αναμαλλιασμένη μου φάνηκε απόψε… Της θύμισα ίσως τις παλιότερες μεγάλες φουρτούνες της που δεν είχαν αφορμή τον Άνεμο. Ποιος ξέρει….
ΠΗΓΕΣ:
Λιάνα Σταρίδα, Υπήρχε μια πόλη, εκδ. Ίτανος
**Με το ποδήλατο μου, στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη
*Τα παραμύθια του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη
Η Κρήτη των θρύλων, Βασίλη Γ.Χαρωνίτη, εκδ. Κρητικά Γράμματα
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πατρίς στις 24 Ιουλίου 2017 :http://www.patris.gr/articles/319088#.WXY_D7ZLddg
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πατρίς στις 24 Ιουλίου 2017 :http://www.patris.gr/articles/319088#.WXY_D7ZLddg