Μια ημερομηνία σημαδιακή, ένας δρόμος, μια σφαγή, μια γιορτή που χάνεται στα βάθη των αιώνων!
Tης Ελένης Μπετεινάκη*
Τον φωνάζουμε εμείς οι Καστρινοί «Οδός Πλάνης»τούτο τον δρόμο, κι ας έχει ταμπέλα μεγάλη που γράφει Οδός 25ηςΑυγούστου. Ένας δρόμος σταθμός, ο πιο κεντρικός, ο πιο σημαντικός της πόλης μας, της πολύπαθης. Ένας δρόμος ποτισμένος από το κατακόκκινο χρώμα του πολέμου και το χρυσό της ιστορίας, με μυρωδιά μπαρουτιού, θύμησες φόβου, πανικού, μαχών και μόχθου.
Η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, δεν πρέπει να ξεχνιέται. Να θυμάται πρέπει ο άνθρωπος για να προσέχει τα βήματα, τις κινήσεις του. Τα γεννούμενα στοχάζεται και να σκέφτεται πιο καλά! Για αυτό και τούτη η σημερινή γραφή, η αναθύμηση, ένας μικρός φόρος τιμής σε αυτούς που έφυγαν τότε, άδικα, όπως γίνεται σε κάθε κακό, σε κάθε πόλεμο.
Είναι η καλύτερη ώρα το ξημέρωμα να νοιώσει κανείς τις μνήμες να ξυπνούν. Είναι η ώρα που όλα είναι ήσυχα κι η θάλασσα που σχεδόν ακουμπά τούτες τις πέτρες είναι πιο ήρεμη, πιο συνετή ,πιο ανοιχτή σε ακούσματα, ψίθυρους και θύμησες.
Σήμερα άφησα το ποδήλατο στην άκρη, στα απομεινάρια της πύλης του Μόλου κι έπιασα να ανεβαίνω τα σκαλιά, σιγά σιγά φοβούμενη να μην ξυπνήσω το δράκο της φρίκης που νοιώθω πως έχει κρησφύγετο κάτω από τούτες τις πέτρες. Πως κοιμάται αιώνια εκεί, ντροπιασμένος και μόνος γνωρίζοντας πως δεν είναι επιθυμητός σε κανέναν γιατί κάποτε τους πλήγωσε και τους τρόμαξε όλους! Όμως το νοιώθω πως κι εκείνος κατάλαβε έστω κι αργά πως ήταν απάνθρωπο, ασύλληπτο εκείνο που συνέβη το καταμεσήμερο μιας Τρίτης στις 25 Αυγούστου στα 1898.Έτσι κρύφτηκε για πάντα, ελπίζω, στα πιο βαθιά χώματα τούτου του τόπου. Νόμισα για μια στιγμή πως είδα μπροστά μου την μορφή του, την άγρια, την αποτρόπαια, να θέλει να αρπάξει εκείνο το μικρό δίχρονο αγοράκι που έκλαιγε ολομόναχο μέσα στους καπνούς, τις φωτιές και τα συντρίμμια. Εικόνα που ξαναζήσαμε όλοι σε δεκτές τηλεοράσεων πριν λίγες μέρες με παιδιά σοκαρισμένα από την δύναμη του πολέμου, της απώλειας , της ασχήμιας. Σαν να συμβαίνει παντού το ίδιο, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ο τόπος αλλάζει, ο χρόνος, κι οι μορφές των ανθρώπων…
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, τι να πρωτογράψει. Μια φρίκη συνέβη εκείνο το απομεσήμερο. Λίγο να κλείσεις τα μάτια έρχονται μπροστά σου εικόνες που κόβουν την ανάσα και παγώνουν την ψυχή. Σώματα ακέφαλα, ήχοι από χρυσά νομίσματα σε προδότες, χατζάρες να σχίζουν τον αέρα και να κομματιάζουν σάρκες, φωτιά και μυρωδιά καμένου δέρματος, χαρτιού, μπαρουτιού σε όλο το μήκος ενός δρόμου που σήμερα ξαναζεί μόνο μέσα από μνήμες εκείνη την κτηνωδία.
Ήταν ημέρα Τρίτη στις 25 Αυγούστου, πριν 118 χρόνια σαν σήμερα!
Αύγουστος 1898 |
Η ιστορία και τα γεγονότα που συνέβησαν είχαν προηγούμενα κάμποσα. Ήταν εκείνη η απόφαση που οι ηγέτες της Κρήτης κατ΄ ανάγκη δέχτηκαν, για την αυτονομία της που είχαν προτείνει οι Μεγάλες Δυνάμεις. Κι έγιναν τρεις συνελεύσεις στους Αρμένους στις 26 Ιουνίου 1897, στις Αρχάνες στις 30 Ιουλίου 1897 και στο Μελιδόνι στις 16 Οκτωβρίου 1897και αποφασίστηκε τούτη η κρίσιμη αυτονομία. Κι η τελευταία συνέλευση στις Πλακούρες των Κουνουπιδιανών τον Ιούλιο του 1898υπό την Προεδρία του Ιωάννη Σφακιανάκη που είχε σκοπό να εξετάσει το σχέδιο της προσωρινής διοίκησης της Κρήτης έδωσε μια προκήρυξη που ήταν σημαδιακή και πολυσήμαντη. Οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις με διοικητές στους Ναυάρχους Μπέττολο για την Ιταλία, Σκρυδλώφ για τη Ρωσία, Ποττιέ για τους Γάλλους και Νοέλ για τους Άγγλους,έφτιαξαν νόμους και κανονισμούς. Και φτάνουμε στην μεγάλη μέρα της 24ηςΑυγούστου του 1898που οι Οθωμανοί καλούνται να παραδώσουν το φορολογικό γραφείο στο Τελωνείο κάτω στο λιμάνι κι έχουν συγκεντρωθεί στην πλατεία των Τριών Καμάρων περί τους 10.000 διαδηλώνοντας την άρνησή τους. Αποφασίζουν να αντισταθούν και έτσι το επόμενο πρωί ο άγγλος συνταγματάρχης Reidδέχεται Πρεσβεία μουσουλμάνων Βέηδων που παραπονιούνται για τα γενόμενα. Ωστόσο φτάνουν σε συμφωνία οι Οθωμανοί να παραδώσουν το φορολογικό γραφείο της Δεκάτης χωρίς αντιστάσεις και με υποσχέσεις για καμιά ταραχή. Ποιος μπορεί όμως να κρατήσει τον όχλο; Από νωρίς το πρωί άοπλοι Οθωμανοί κατέβαιναν στο λιμάνι. Τα τούρκικα μαγαζιά κλειστά. Παράξενος ο αέρας, ησυχία και υποψία αναταραχής. Κι αφού δεν βρήκαν πουθενά τον διορισθέντα από τους άγγλους Χριστιανό ελεγκτή του Φορολογικού Γραφείου Στυλιανό Αλεξίου,έφυγαν αλλά το κακό παραμόνευε. Γύρω στις 2.30 το μεσημέρι ο Reidμε συνοδεία 30 περίπου στρατιωτών οδηγεί τους νέους υπαλλήλους στο φορολογικό Γραφείο. Δυο διμοιρίες ακόμα από 40 άνδρες με εφ όπλου λόγχη κατέλαβαν την Πύλη του Μόλου για να εμποδίσουν την είσοδο των Άτακτων Τούρκων.
Γράφει ο Λευτέρης Αλεξίου στην εφημερίδα Νέα Χρονικά στα 1948 :
Η Πύλη του Μόλου |
«… Η Πόρτα του Λιμανιού, όπως κι οι άλλες τρεις Πόρτες του Κάστρου, κλειούντανε κάθε βράδυ κι ανοιγόντανε κάθε πρωί από πυλωρούς Τούρκους, χεροδύναμους κι ασκημένους. Μόλις έβγαινες από την πόρτα στο λιμάνι, στη ρίζα του μεγάλου Μώλου που φέρνει στον Κούλε, οι Τούρκοι είχανε στήσει απάνου στη θάλασσα και σε πασσάλους μιαν εξέδρα αρκετά ευρύχωρη. Εκεί στις κάψες του καλοκαιριού, μα και στις λιακάδες του χειμώνα, κάθιζε ο κόσμος κι έπινε τον καφέ του, μ΄ όλη την ανατολίτικη άνεση, ή κάπνιζε το ναργιλέ του, ενώ κάτωθε επάφλαζε υπόκωφα η ανειρήνευτη και μέσα στο λιμάνι Κρητική Θάλασσα. Εκεί στην εξέδρα την ξύλινη καθόταν ο Αλεξίου με τους άλλους νεοδιορισμένους υπαλλήλους του Φορολογικού Γραφείου και περίμενε ν΄ ανοίξουν το τελωνείο και να πάη να ξεκινήσει τη δουλειά…»
Ακολούθησε μια συνάντηση του συνταγματάρχη Reidμε τον Πασά στο διοικητήριο του με στόχο να λυθεί το θέμα των κλειδιών και της παράδοσης του Φορολογικού Γραφείου:
«- Εγώ, λέει ο Πασάς, δεν έχω διαταγή να το παραδώσω. Πως να κάμω;
-Θα αναγκαστούμε να το ανοίξουμε, σπάζοντάς το!
-Πεκεϊ, εφέντη μου! Να το σπάσετε, σαν έχετε τέτοια όρεξη!»
Λιμάνι Ηρακλέιου 1896 |
Έφυγαν βιαστικά κι ο Reidέδωσε διαταγή στον Στυλιανό Αλεξίου να ανεβούν στο εγγλέζικο στρατόπεδο πέρα στα νοτικά μπεντένια και μαζί με δυο ανώτερους υπαλλήλους τον Γιώργη Βολονάκη και τον Πέτρο Μαριδάκηνα πάρουν μια στρατιωτική δύναμη και να πάνε να ανοίξουνε το Φορολογικό γραφείο γύρω στις 2.30 το μεσημέρι…
Κι έφτασε εκείνη η στιγμή λίγο πριν ανοίξουν την πόρτα που ακούστηκε οχλαγωγία μεγάλη. Ο Reidένοιωσε τον φόβο και το κακό να πλησιάζει. Φώναξε με όλη του τη δύναμη να κλείσουν οι Πύλες, η Πόρτα του Μόλου, όμως οι Τούρκοι Πυλωροί είχαν φύγει και οι φωνές, οι κραυγές καλύτερα των « λυσσασμένων » αγριμιών πάγωσαν το αίμα όλων. Ζητούσαν να σκοτώσουν τους Χριστιανούς Υπαλλήλους με τον Αλεξίου πρώτο πρώτο για να εμποδίσουν την εφαρμογή της Απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκεί με την υπεράνθρωπη προσπάθεια του ηρωικού λοχαγού Φόλδιγκαμπάρωσαν την Νοτική Πύλη και γλύτωσαν οι Χριστιανοί Υπάλληλοι…
Γράφει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα « Σκριπτ » ο Στυλιανός Αλεξίου (Φύλλο 1084, Σάββατο 29 Αυγούστου 1898) :
« …Αποφασίστηκε λοιπόν από κοινού με τον Άγγλο συνταγματάρχη να σπάσουμε τις πόρτες και να μπούμε μέσα. Ήμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε στη διάρρηξη , όταν ξαφνικά ακούσαμε μερικούς πυροβολισμούς κοντά στην Πύλη του τείχους. Φυσικά και ανησυχήσαμε, κι αμέσως εσπεύσαμε όλοι μαζί… Άμα φτάσαμε εκεί ευρήκαμε ένα Τουρκοκρητικό σκοτωμένο. Τον είχανε σκοτώσει οι Άγγλοι στρατιώται. Να τι είχε συμβή: Την ώρα που εμείς επηγαίναμε να καταλάβωμε το Φορολογικό Γραφείο, ο πολυάριθμος Τουρκικός όχλος είχε μαζευτεί κοντά στην Πύλη και ζητούσε να περάσει από αυτήν… Οι Άγγλοι στρατιώτες , που εφρουρούσαν εκεί τους εμποδίσανε να περάσουν. Με αυτήν την αφορμή δημιουργήθηκε ταραχή και μέσα σ΄ αυτήν ένας Τουρκοκρητικός εχτύπησε με μαχαίρι έναν Άγγλο στρατιώτη. Ο Τουρκοκρητικός αυτός επυροβολήθηκε ευθύς από τους Άγγλους και σκοτώθηκε. Την ίδια στιγμή οι Άγγλοι στρατιώτες εκλείσανε την Πύλη. Ύστερα από το παραπάνω φονικό ο Τούρκικος όχλος εφρένιασε. Κι έτρεξε την ίδια στιγμή και οπλίστηκε. Οι Τουρκοκρητικοί αφού ωπλιστήκανε , ριχτήκανε με λυσσασμένη μανία στις χριστιανικές συνοικίες. Περικυκλώνανε τα χριστιανικά σπίτια και μαγαζιά και τους εβάζανε φωτιά με πετρέλαιο. Οι χριστιανοί αναγκάζονταν από τις φλόγες να βγαίνουν έξω και τότε οι Τούρκοι τους εσκοτώνανε. Πυρποληθήκανε στην αρχή εφτά χριστιανικά καταστήματα, που βρισκόντανε κοντά στην παραλία. Εκεί σφάγηκανε οι περισσότεροι Χριστιανοί. Πολλοί για να ξεφύγουν από τις φλόγες και το μαχαίρι των αιμοβόρων Τούρκων , πηδούσαν από το φρούριο στην προκυμαία κι οι περισσότεροι σκοτώνονταν ή σπούσανε τα πόδια τους κι άλλα μέρη του κορμιού τους. Άλλοι επήδηξαν από την άλλη μεριά του φρουρίου δυτικά της πύλης και ρίχτηκανε στη θάλασσα. Άλλοι τρέξανε προς τη μεριά του εγγλέζικου στρατόπεδου και βρήκαν οι πιο πολλοί από τους δύστυχους αυτούς οικτρό θάνατο. Τέλος πολλοί κρυφτήκανε σ΄ απόκεντρα μέρη ή βρήκανε καταφύγιο στα προξενεία . (Εκτός φυσικά του αγγλικού που χτυπήθηκε και πυρπολήθηκε με όλους που είχαν κλειστεί εκεί, και των άλλων τριών του Γαλλικού, Ισπανικού και Γερμανικού που κάηκαν) …»
Άοπλοι ήταν όλοι οι Χριστιανοί, ανήμποροι να αντιδράσουν στην μανία των Τούρκων. Συνεχίζοντας την αφήγηση του αναφέρεται πως σκοτώθηκαν όλοι οι Άγγλοι και τραυματίστηκαν αρκετοί. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν κι ο αδελφός του που στην προσπάθεια του να σώσει την οικογένεια του από το σιδερόφρακτο παραθυράκι του σπιτιού τους που έβλεπε στη θάλασσα , με μια βούργια, γκρεμοτσακίστηκε κι έσπασε και τα δύο του πόδια. Είδε τον αδελφό του κατάκοιτο και ακούνητο στις μεγάλες πλακούρες και νόμιζε πως ήταν νεκρός. Δίπλα του κι ο μεγάλος Αντώνιος Βέκιος, ο λαϊκός μουσικός του Μεγαλόκαστρου, που λένε πως υπήρξε το πρώτο θύμα της μεγάλης σφαγής. Επερεπε να συνεχίσει το « δρόμο» του.Είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να οδηγήσει όλους όσους ήταν μαζί του προς τα Δυτικά στον λιμενοβραχίονα του μεγάλου Κούλε , να τους σώσει. Σφαίρες έπεφταν σωρό, δύσκολο να προφυλαχτεί κανείς, οδυρμός, χαμός και εκεί σαν έφτασαν δυο μέτρα μόνο από τη σιδερένια πρύμνη του υδροφόρου πλοίου των Άγγλων, το Turquise, που δεν είχαν φόβο να τρυπηθούν από τις πολυάριθμες σφαίρες με ένα μαδέρι που βρέθηκε κοντά τους κατάφεραν να μπουν μέσα και να γλιτώσουν. Και γέμιζε το πλοίο με ταλαιπωρημένες ψυχές και κρύβονταν στ΄ αμπάρι του να μην τους πάρουν μυρουδιά οι Τούρκοι κι αργά την νύχτα κατάφεραν να φέρουν ίσαμε το πλοίο τον βαριά τραυματισμένο Γιώργο Αλεξίου και να χαμογελάσει η ψυχή του Στυλιανού.
Στα γεγονότα της συγκλονιστικής αυτής και σημαδιακής μέρας προστίθενται οι μικρές παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων όπως εκείνη με το Αγγλικό πολεμικό « Hasard »που έριξε πάνω κάτω 14 βολές μικρής ολκής προς τον Τούρκικο όχλο αλλά δεν κατάφερε σχεδόν τίποτα. Όλη η συνοικία γύρω από το λιμάνι καταστράφηκε από την φωτιά, καθώς και τα ακίνητα του Καλοκαιρινού που μέσα τους βρισκόντουσαν πάνω από τριάντα άτομα. Από τους πρώτους που σφάχτηκαν και στη συνέχεια κάηκαν ήταν ο Υποπρόξενος της Αγγλίας Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, αρχικός στόχος των Βασιβουζούκων και πιο συγκεκριμένα του Λαμή Βετιχάκη, που τον αποκεφάλισε και αργότερα λόγω και του καμένου σώματός του αναγνωρίστηκε από τις φαβορίτες και την κήλη που είχε. Θάφτηκε και αυτός, πιθανόν, από την Φούνταινα, μια γριά πόρνη, όπως αναφέρει ο Στυλιανός Αλεξίου που μέρες αργότερα συνομίλησε και μαζί της, και του νεαρού Αγρότη Βαλελαδάκη,αρχικά στο Σιναϊτικό Μοναστήρι και αργότερα ξεθάφτηκε και τα οστά του τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό του Αγίου Ματθαίου. Ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να δει την ταφική πλάκα. Πολύ αργότερα έγινε ανακομιδή των οστών στον οικογενειακό τάφο που βρίσκεται στο Νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου.
Φωτ: Ι. Μουρέλλος |
Το Αυγουστιάτικο βράδυ της 25ηςκόντευε να τελειώσει. Όσοι δεν ήταν τραυματίες κι ανάμεσα τους ο Αλεξίου που διηγείται όλα τα γεννούμενα, βγήκαν όπως όπως στο κατάστρωμα του Turquise κι είδαν όλη την πολιτεία να φλέγεται κι άκουγαν τις κραυγές των απεγνωσμένων ανθρώπων να φτάνουν ίσαμε το φεγγάρι που λένε πως ήταν και τότε στη φάση της πανσέληνου. Πολλοί πρόκριτοι Καστρινοί και απλός κόσμος για να γλυτώσουν από τα βλήματα και την φωτιά έτρεχαν όπως όπως κατά μήκος του Μπεντενάκι να πάνε ίσαμε το Αγγλικό στρατόπεδο. Οι μαχαλάδες της περιοχής εκεί ήταν Τούρκικοι κι έτσι τους σκότωναν οι Οθωμανοί και κατά την Τούρκικη συνήθεια του διαμελούσαν. Αναφέρεται μαζί πολλών άλλων στην εφημερίδα Σκριπτ, πολύ αργότερα, πως ανάμεσα στα εκατοντάδες θύματα κι ο Ζαχαρίας Θιακάκης , άλλοτε βουλευτής, που πυροβολήθηκε στο στήθος σχεδόν εξ επαφής, ο Δημήτρης Καράληςπου σφάχτηκε. Χαρακτηριστική η περιγραφή του σώματος του Κωστή Ζαχαριάδηπου το έσερναν στους δρόμους και το μισό πτώμα βρέθηκε στο λιμάνι, το υπόλοιπο αλλού.
Όλους τους σκότωσαν όσους βρήκαν μέσα στο σπίτι του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού. Ο Αναστάσης Μπιζάκηςπου κρύφτηκε για σαράντα οκτώ ώρες μέσα στον αχυρώνα του σπιτιού τα είδε και τα άκουσε όλα. Ίσαμε 30 ψυχές σκοτώσανε εκεί μέσα , δούλους, αφέντες , άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Κι ύστερα βάλανε φωτιά και τα έκαψαν όλα, σπίτια και αποθήκες. Εκεί χάθηκε και η μοναχοθυγατέρα του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού η Σκεύω μαζί με το μωρό της. Ήταν γυναίκα του Αντώνη Τζαγάκη,ονομαστή στην ομορφιά και στην καλοσύνη κι έγινε θρύλος η ιστορία της και λέγανε πως τέτοια ομορφιά δεν μπορεί να χάθηκε, κι ίσως οι Τούρκοι την πήραν και την πήγανε σε χαρέμι στην Πόλη. Και σαν ηρέμησαν τα πράγματα και γλίτωσε ο άνδρας της από τη σφαγή και πέρασε λίγος καιρός να φτάσει ίσαμε την Πόλη και τη Σμύρνη να ψάχνει τα χνάρια τους αλλά μάταια… Κι είχε κι άλλες ιστορίες τούτη η μέρα, όπως εκείνου του πάτερ Αντωνίνου, εφημέριου της εκκλησιάς της Φράγκικης του Αγίου Ιωάννου του Βαφτιστή που περιμάζεψε πολλές δεκάδες Χριστιανών και σαν οι Τούρκοι κατάφεραν να σπάσουν την πόρτα του μοναστηριού και να μπουκάρουν μέσα ύψωσε το ανάστημα του και δεν τους άφησε να προχωρήσουν.
Κι οι ιστορίες δεν έχουν τελειωμό με ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες να σωθούν, να αναζητούν αγαπημένα τους πρόσωπα, να σωριάζονται καταγής λιπόθυμοι κι άλλοι να προσπαθούν να φτάσουν όπως όπως σε ένα πιο ασφαλές μέρος. Πολλοί κατέφυγαν σε εκείνη τη Φράγκικη εκκλησιά.
Κι ένα ακόμα από τα εκατοντάδες γεγονότα που γραφτήκαν αργότερα στην εφημερίδα Σκριπτ δείχνει το μεγαλείο των ανθρώπων και την κτηνωδία των λυσσασμένων Βασιβουζούκων :
Ονωρίνη Συνολάκη, μια γυναίκα ψηλή, όμορφη πολύ και δυνατή στον πόνο. Της σφάξανε μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα δυο της παιδιά, το ένα ήταν μωρό ακόμα. Την ίδια την πλήγωσαν στο κεφάλι με « κασατούρα», γιαταγάνι δηλαδή.
«…Ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο του λιμεναρχείου.Ήταν ρακος υπάρξεως. Κι όμως ζούσε ακόμα. Από τα μάτια της ΄τρεχαν ακόμα τα δάκρυα. Τα χείλη της εσάλευαν ακόμα για να δώσουν διέξοδο στο βαθύ της αναστέναγμα και να ψιθυρήσουνε το συντομότερο, το σπαραχτικώτερο μοιρολόι… «Τα παιδιά μου, τα παιδιά μο». Πλατύς επίδεσμος εσκέπαζε την πληγή της κεφαλής της, απ΄ όπου πέρασε το τούρκικο γιαταγάνι .Και στο στήθος της, στην ποδιά της, στους ώμους της, παντού, το φτωχικό της φόρεμα ήτανε καταλερωμένο από πλήθος αίμα στεγνωμένο, ξερό, το αίμα των παιδιών της, που σφαχτήκανε στην αγκαλιά της…»Μέρες πολλές έμεινε εκεί στο ίδιο σημείο σχεδόν ασάλευτη.
Στη αφήγηση του ο Στυλιανός Αλεξίου συνεχίζει: «…Η πυρκαγιά εξακολουθούσε όλη τη νύχτα της Τρίτης, όλη την ημέρα της Τετάρτης και χθες Πέμπτη ίσαμε το μεσημέρι , οπόταν εφύγαμε μεις, εφαινόνταν φλόγες πανύψηλες. Ίσως και σήμερα ακόμη ( δηλαδή την Παρασκευή 28 Αυγούστου) να εξακολουθή η πυρκαγιά .Η καταστροφή είναι τρομερή. Τίποτε δε θα μείνει από τα Χριστιανικά ακίνητα. Ολόκληρη η αγορά Βεζίρ Τσαρσί ( ο δρόμος δηλαδή του λιμανιού) κατακάηκε. Εκεί δεν καήκανε μόνο ελληνικά καταστήματα, μα και τούρκικα, γιατί είχανε μέσα εμπορεύματα χριστιανών… Στις ταραχές έμεινε αμέτοχος ο Τουρκικός στρατός. Έλαβε όμως ενεργό μέρος στις λεηλασίες…».
Ο αριθμός των σφαγιασμένων δεν είναι γνωστός επ΄ ακριβώς. Άλλοι μιλούν για οκτακόσιους, άλλοι για διακόσιους και άλλοι για περίπου τετρακόσιους. Ένα χρόνο αργότεραστις 25 Αυγούστου 1899ο Στυλιανός Αλεξίου είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα « Αλήθεια » μια πλήρη περιγραφή των γεγονότων και τον τελειωτικό πίνακα των χαμένων , όπως ο ίδιος από έρευνά του συνέταξε , ωστόσο δεν είναι εύκολο να βρεθεί αντίτυπό της. Ο γιος του, Λευτέρης Αλεξίου, σε δημοσίευση του στα Νέα Χρονικά παραθέτει ένα πίνακα με ονόματα που όπως λέει ο ίδιος, αν δεν υπάρχουν αλλού αντίγραφα άλλων δημοσιευμάτων ίσως αυτός να παραμείνει ο πιο ολοκληρωμένος για τους ιστορικούς του μέλλοντος…
Την συγκλονιστική αφήγηση του Αλεξίου, πια, στα Νέα Χρονικά, σφραγίζει ένα γεγονός όχι ιδιαίτερα γνωστό για δυο ανθρώπους που δίκαια θα έπρεπε να γνωρίζει κάποιος το ρόλο διαδραμάτισαν εκείνη την εποχή… :
Ταφ.πλάκα Λ. Καλοκαιρινός,Αγ. Ματθαίος |
« …της Φούνταινας , που ήτανε παλιά πόρνη, και του νεαρού αγρότη Βαλελαδάκη. Οι δύο αυτοί ταπεινοί άνθρωποι ανάλαβαν ύστερα από μέρες να περιμαζέψουνε και να θάψουνε τα πτώματα των θυμάτων, που είχεν αρχίσει η αποσύνθεσή τους και όλη η πολιτεία βρωμούσε απαίσια και κίνδυνος άμεσος υπήρχε να δημιουργηθούν επιδημίες. Με ένα χειράμαξο γύριζαν επί μέρες σ΄όλην την πολιτεία, σώρευαν εκεί τα αποσυνθεμένα σώματα μαζεύοντάς τα κομμάτι και κομμάτι και μεταφέρνανε στην Απάνω – Εκκλησιά, στο Σιναϊτικό Μοναστήρι του Αγίου Ματθαίου, όπου τ’ αποθέτανε σ ένα βαθύ κι ευρύχωρο κοινό τάφο. Ο έξαρχος Χρύσανθος εγκαρδίωνε τους δύο ανθρώπους. Αφού τελειώσανε το έργο τους με τεράστιους αγώνες, ο Βαλελαδάκης αρρώστησε βαριά. Τον έπιασε ζάλη κι εμετός που κράτησε μέρες και τον έφερε στον τάφο. Είχε πάθει δηλητηρίαση, κι όπως έμεινε χωρίς ιατρική περίθαλψη, χάθηκε το τίμιο παληκάρι. Η Φούνταινα τον περιποιήθηκε μέσα στο μοναστήρι ίσαμε την ύστατη στιγμή. Θάφτηκε πλάι στα θύματα της Σφαγής, το τελευταίο αυτό θύμα, μα όχι και το λιγότερο αξιομνημόνευτο. Η Φούνταινα έζησε και διηγήθηκε αργότερα στον πατέρα μου τα επεισόδια. Του τα διηγήθηκαν ακόμα και οι καλόγεροι του μοναστηριού. Όλοι τους μιλούσανε σεβασμό για την ηρωική πράξη …»
Η συνέχεια της μεγάλης σφαγής γνωστή. Ήταν η μεγάλη αρχή του Τέλους της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί …
Σαν να ξύπνησα από ένα όνειρο μόλις ένα περιστέρι ήρθε και κάθισε στο παγκάκι που καθόμουν και έβλεπα τον Κούλε απέναντι και έρχονταν όλα τούτα στο μυαλό μου. Σηκώθηκα και κοίταξα ίσαμε πάνω τον δρόμο ετούτο. Τίποτα δεν μαρτυρούσε τις εικόνες που ζωντάνεψαν με τη φαντασία μου. Κι όμως δεν ήταν όνειρο, δεν ήταν ψέματα, έγιναν όλα τούτα, εδώ, στο σημείο σχεδόν που πατούσα. Η ψυχή μου ταράχτηκε πολύ, κατέβηκα γρήγορα γρήγορα τα σκαλιά και πήρα το ποδήλατο. Ήθελα να νοιώσω εκείνο το αίσθημα της ελευθερίας, του δροσερού αέρα της θάλασσας να με τυλίγει. Τις έδιωξα τις εικόνες, άρχισα να παίρνω τον ανήφορο του πολύπαθου δρόμου και σαν έφτασαν ψηλά κοντά στον άγιο Τίτο, λίγο γαλήνεψα.
Είναι γιορτή μεγάλη σήμερα, γιορτάζει ένας από τους πιο σπουδαίους αγίους του Κάστρου.
Άλλη μεγάλη ιστορία κοντά στα χίλια χρόνια, χάνεται από την εποχή του Νικηφόρου Φωκά κι αργότερα σαν έρχονται οι Ενετοί γνωρίζει δόξες πολλές αφού ο ναός τους αποτελεί την μητρόπολη της Κρήτης ολάκερης. Στα 1446 μ.Χ. ανακαινίζεται και εδώ τοποθετείται η Κάρα του αγίου Τίτου σε ειδικό βωμό καθώς και τα λείψανα του αγίου Στεφάνου, του αγίου Μαρτίνου και της αγίας Φωτεινής. Στα 1508 στον μεγάλο σεισμό, δημιουργούνται αρκετές ζημιές και μερικά χρόνια αργότερα στα 1544 ξεσπά μια μεγάλη πυρκαγιά προκαλώντας τρομερή καταστροφή. Ξαναφτιάχνεται και την περίοδο της Τουρκοκρατίας γίνεται Τέμενος αφιερωμένο στον Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλήπου πια αποκαλούνταν Βεζίρ Τζαμί. Περασαν δύο αιώνες, και φτάσαμε στον μεγάλο σεισμό του 1856, που όλα έγιναν πέτρες ξανά.
Αμέσως σχεδόν άρχισε να ξαναφτιάχνεται από τα θεμέλια. Ο Αθανάσιος Μούσης,αρχιτέκτονας, γνωστός από την ανοικοδόμηση του αγίου Μηνά, ανέλαβε και τούτη την εκκλησία. Έτσι το 1869ο νέος ναός είχε πια τελειώσει και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον εκπληκτικό για την εποχή. Στη συνέχεια οι πληροφορίες είναι ελάχιστες. Αναφέρονται σε διάφορες πηγές πως καθόλην τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στην πόλη, στον προαύλιο χώρο θάφτηκαν επιφανής Τούρκοι Αγάδες, όπως για παράδειγμα ο Χασάν Πασάς, περίπου στα 1823 που θεωρούνταν από τους πιο αιμοσταγής πασάδες της Κρήτης ,με ανελέητες καταστροφές στο Λασίθι και ιδιαίτερα στη Μίλατο.
Στα 1913οι Τούρκοι έχουν φύγει οριστικά από την Κρήτη και στην ανταλλαγή πληθυσμών που έγινε στα 1925ο ναός περνά πια οριστικά στα χέρια και την δικαιοδοσία μόνο των Ορθόδοξων Χριστιανών, ύστερα από 700 και πλέον χρόνια . Η τελετή που γίνεται στις 3 Μαΐου του 1925στα εγκαίνια του ναού, συγκεντρώνει απίστευτο κόσμο. Συγκίνηση και ενθουσιασμός επικρατεί στο πλήθος που πλέον η εκκλησία αφιερώνεται στον Άγιο Τίτο από εκείνη την ημέρα. Την ίδια περίοδο κατεδαφίζεται και ο μιναρές του.
1900 c, Άγιος Τίτος |
Το 1930 έγινε η εικονογράφηση του Ναού από τον αυτοδίδακτο Καστρινό ζωγράφο Ευάγγελο Μαρκογιαννάκη. Έργα του φυλάσσονται σήμερα στο παρεκκλήσι του αγίου Τίτου, μέσα στον Ναό και στον γυναικωνίτη. Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής τα στοιχεία για την κατάσταση ή την τύχη του ναού είναι λιγοστά. Όπως αναφέρει με προφορική μαρτυρία του ο εφημέριος Εμμανουήλ Ασκιανάκης,η εκκλησία λειτουργούσε κανονικά στην πόλη τη διάρκεια που βρίσκονταν οι Γερμανοί εδώ και ίσως κάποιο διάστημα να έγινε αποθηκευτικός χώρος φύλαξης σιτηρών. Και φτάνουμε στην πιο πολυπόθητη μέρα και ιστορική που ξημέρωσε ποτέ για την μεγάλη Χριστιανική εκκλησία του Ηράκλειου πια , την 15η Μαΐου 1966. Είναι η μέρα που το λιμάνι, η 25η Αυγούστου θα γεμίσει με χιλιάδες ανθρώπους. Αντιπρόσωποι της Κυβέρνησης, κληρικοί, μοναχοί, και απλός λαός θα υποδεχτεί την κάρα του Αποστόλου Τίτου ύστερα από 297 περίπου χρόνια. Είχε «φύγει» στην Βενετία μαζί με όλα τα κειμήλια με εκείνη τη γαλέρα το Σεπτέμβρη του 1669. Επιστροφή στην πατρίδα, στη γενέθλιο γη. Λένε πως έριχναν παντού ροδοπέταλα και άλλα λουλούδια της κρητικής γης, σε όλο το δρόμο από τo λιμάνι, την 25η Αυγούστου και την μέχρι την είσοδο του Ναού, για να υποδεχτούν ένα σύμβολο, ένα ιερό κειμήλιο που μόνο δάκρυα χαράς θα μπορούσε να φέρει στα μάτια όλων των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί. Επίσημοι προσκεκλημένοι ο αντιπρόσωπος του Πατριάρχου της Βενετίας, Επίσκοπος Ιωάννης Ολιβότι, που την παρέδωσε στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο.
Κτύπησαν οι καμπάνες… Μεγάλη μέρα η σημερινή. Κατευθύνθηκα στην είσοδο, λιγοστοί οι άνθρωποι τέτοια ώρα. Στολισμένος ο ναός, γιορτή για Εκείνον και την πόλη. Πλησίασα το σεμνό πέτρινο μνημείο στη δεξιά πλευρά του ναού : «…Εις μνήμην των Υπερ Πίστεως και Πατρίδος Σφαγιασθέντων Χριστιανών την 25η Αυγούστου 1898…».
Βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε πάλι. Κούνησα το κεφάλι κάμποσες φορές. Μπήκα στην εκκλησιά κι άναψα ένα κερί για εκείνους που χάθηκαν κάποτε, για όλους, Καστρινούς, Άγγλους…
Κι ύστερα άρχισα να κατηφορίζω στο λιμάνι, στα ερείπια της Πύλης του Μόλου, στα Νεώρια και την πλατεία των 18 Άγγλων. Κατέβηκα από το ποδήλατο, προσέχοντας ακόμα μια φορά, που πατούσα και πως. Τίποτα από το τότε, τίποτα απολύτως. Γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, αυτοκίνητα με βιαστικούς αγουροξυπνημένους ανθρώπους για τις δουλειές τους. Ο «Άρχοντας» μόνο απέναντι, κατάλαβε τις σκέψεις μου, όπως πάντα, κι εκείνος συνέχιζε να στέκει σιωπηλός.
Ώρα μας ήταν να επιστρέψουμε στο σήμερα, στην καθημερινότητα που έχει την γοητεία της ελευθερίας, της επιλογής και της θύμησης!
Οδός 25ηΑυγούστου κι ας έχουν περάσει 118 χρόνια από τότε!
ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα Νέα Χρονικά, 29/3/1948 – 28/11/1948
Περιοδικό Στιγμές, 1998
Εφημερίδα Ανόρθωσις, 1930
Βικελαία Δημοτική βιβλιοθήκη Ηρακλείου
Αρχείο Μηνά Γεωργιάδη
Ο ναός του αγίου Τίτου, ιστορικά σημειώματα, Στέφανου Ξανθουδίδου, έκδοσις Β΄, 1974
Νέα Eφημερίς, 3 Μαΐου 1925
Το Ηράκλειο στο πέρασμα των Αιώνων, Στεργ.Σπανάκη, Δήμος Ηρακλείου, 1990
Το Ηράκλειο και η Νομαρχία του, Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ηρακλείου, 2005
Η Κρήτη των καλλιτεχνών, Ντενίζ – Χλόη Αλεβίζου , εκδ. Δοκιμάκης
Προσωπικές μαρτυρίες Εφημέριου Αγ.Τίτου, Εμμανουήλ Ασκιανάκη
Υπήρχε μια πόλη το Μεγάλο Κάστρο, Λιάνα Σταρίδα, εκδ. ΄Ιτανος
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Δημοσιεύτηκε στις 25 Αυγούστου 2016 στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ :http://www.patris.gr/articles/303304?PHPSESSID=htr7nng5n8f17u31b0mob4ib46#.V8BivzUpoog
και στο Cretalive.gr http://www.cretalive.gr/history