Της Ελένης Μπετεινάκη
Θύμωσε πάλι η θάλασσα. Αγρίεψε καλοκαιριάτικα κι άρχισε να χτυπάει αλύπητα τον Κούλε. Που ξανακούστηκε, τόση ζέστη, χαρά θεού, Ιούλης μήνας κι εκείνη να μην μπορεί να ησυχάσει. Κείνο τον Γενάρη που κόντεψε να τον ξεκάνει ολότελα, κάπως την δικαιολόγησα. Γυναίκα αυτή, χειμώνας ήταν, αέρας δυνατός τη φύσαγε …τι να ‘κανε, κάπου έπρεπε να ξεσπάσει. Τόσοι και τόσοι της μίλησαν τότε, κι αντί αυτή να τους πλανέψει, πλανεύτηκε η ίδια κι ησύχασε κάπως. Τώρα …γιατί; Δεν είναι ακόμα ο καιρός των μελτεμιών… Ίσως να νοιώθει όλο τούτο τον παλμό, όλη αυτήν την αναμπουμπούλα …Βράζει απ΄τη ζεστη και μαίνεται από το θυμό της. Όμως Εκείνος …τι φταίει. Ακούνητος παραμένει κι αυτή τον εξουσιάζει, τον μάχεται όλη την ώρα... Συνήθως όλοι αυτοί που σιωπούν δίνουν πιο μεγάλη δύναμη στα στοιχειά. Τα αγριεύουν πιότερο …Σήμερα την ένοιωσα πιο… «απατημένη»από ποτέ…
Μούγκριζε πάλι… φούσκωνε και ξεσκούφωνε …τίποτα δεν λογάριαζε. Ούτε τους ανθρώπους που ΄χαν κατέβει να τη δουν. Κανέναν δεν σκεφτόταν… Σαν να ΄ταν φόβος τούτος ο θυμός… φόβος που δεν είχε που να κρυφτεί. Ούτε στον ήλιο την ημέρα ούτε στο ολόγιομο φεγγάρι τη νύχτα. Απογοήτευση, πόνος, φόβος. Απόκριση γύρευε κι αυτή, αποκούμπι. Σαν να ΄χασε το μέτρο, σαν να πληγώθηκε αλύπητα κι έβγαλε όλο της το μένος πάνω σε Εκείνον που χρόνια τώρα …αντέχει. Και εκείνες οι βάρκες μέσα στο λιμάνι… Σιγοψιθύριζαν τα μαντάτα, κουνιόντουσαν ανήσυχες και την ίδια στιγμή σίγουρες για την ασφάλεια που τους πρόσφερε με το μπέτι του ο γίγαντας, δίπλα τους , μπροστά τους. Λαβωμένος όμως ήταν κι εκείνος, ή μάλλον κουρασμένος μου φάνηκε. Πλησίασα και τον είδα σαν για πρώτη φορά με σκυμμένο κεφάλι. Ευτυχώς τον είχαν σκεπάσει με ένα σωρό χρωματιστά πανιά και δεν φαινόταν ξεκάθαρο το πρόσωπο του. Όμως τον ένοιωσα, να ανησυχεί, να καταλαβαίνει, και να ΄ναι πάλι ανήμπορος ν΄ αντιδράσει. Μάζευε μόνο... μέσα του, στην ψυχή του… Άρχοντας σιωπηλός για μια ακόμα φορά. Λαβωμένος ναι, ήταν, μα όχι λυγισμένος. Σαν να ΄ξερε πως κάποια στιγμή πάλι εκείνη θα ησύχαζε κι όλα θα ξανάβρισκαν τον κανονικό τους ρυθμό.
Χρόνο θέλει, χρόνο κι υπομονή τούτο το καινούργιο, μεγάλο ξέσπασμα της αιώνιας αγαπημένης του…