Εικ. Ναταλία Καπατσούλια |
Όλοι όσους γνωρίσαμε αυτό το δωδεκαήμερο θα φύγουν ...Ο Μπιρλιμπίμ το σκέφτεται πάλι μήπως και χάσει τα παραμύθια της γιαγιάς του Σταύρου, ο Πι θέλει να μείνει γιατί συνήθισε τη ζωή των ανθρώπων και προτιμάει να επιστρέψει στο δικό μας νηπιαγωγείο και να συνεχίσει να μαθαίνει όλα αυτά τα " μαγικά " που συμβαίνουν στη γη. Άσε που ο Νικόλας του είπε πως θα τον βοηθήσει να λέει κι αυτός σωστά το Ρρρρ πηγαίνοντάς τον στον δικό του λογοθεραπευτή που του μαθαίνει τι συμβαίνει στη χώρα του ρινόκερου... Ο Φι πάλι νοστάλγησε τις τηγανίτες της μαμάς του και τα παιχνίδια με τον Εδώ και τον Αλλού γύρω από το δέντρο που από στιγμή σε στιγμή θα πέσει .... ΘΑ ΠΕΣΕΙ ; Ωωωωωωω.....αυτό δεν το είχαν σκεφτεί ...Και μετά που θα πάει η Γη; και του χρόνου που θα πάνε να κάνουν όλα αυτά που σκαρφίζεται το παμπόνηρο μυαλουδάκι τους ; Σίγουρα πρέπει να φύγουν... Δεν έχουν άλλο περιθώριο ...αν ...αν ...είναι αλήθεια ...τα παραμύθια; Έχει ακούσει πως το δέντρο μόλις ανέβουν οι καλικάντζαροι πάνω στη γη την παραμονή των Χριστουγέννων αμέσως ξανατρέφεται ο κορμός του και η Γη έχει τα πιο γερά θεμέλια από ποτέ... Το αποφάσισαν . Αφού δεν ξέρουν τι ακριβώς να πιστέψουν θα φύγουν...Πρέπει να βοηθήσουν να μην συμβεί κανένα κακό, μόνο να μην τους πάρουν είδηση οι υπόλοιποι καλικάντζαροι. Θα τους κοροϊδέψουν και δεν θα συμφωνήσουν μαζί τους ...Πω πω μπελάς που τους βρήκε...Ξαφνικά άρχισαν να θέλουν να φύγουν όσο πιο γρήγορα γινόταν.. Είχαν ακούσει πως αν στο δρόμο που πηγαίνουν συναντήσουν έναν παπά με την αγιαστούρα του και τους ραντίσει με νερό, θα εξαφανιστούν για πάντα κι αυτοί ήθελαν να ξανάρθουν του χρόνου , ήθελαν να γνωρίσουν κι άλλα μέρη πάνω στη γη. Τα παιδιά τους είχαν υποσχεθεί πως θα τους έπαιρναν μαζί τους στην Α΄ Δημοτικού και θα μάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν τη γλώσσα των ανθρώπων. Θα τους μάθαιναν επίσης να λογαριάζουν και να ξέρουν πόσους κουραμπιέδες, πόσα μελομακάρονα και πόσες σκανταλιές έκαναν κάθε μέρα. ΄Ετσι όταν θα επέστρεφαν στο σπίτι τους θα ήξεραν να πουν με ακρίβεια στο συμβούλιο των μεγάλων Καλικάντζαρων τι και τι είχαν καταφέρει στο ταξίδι τους.
Πόσες ώρες έμεναν ακόμα, μία ή δύο ...Προλαβαίνανε για έναν μικρό ύπνο ή να προσπαθούσαν να πλησιάσουν το ζαχαροπλαστείο του κυρ Νίκου; Μα όχι αυτοί δεν έκαναν πολλές ζαβολιές. Καλύτερα να έπαιρναν μαζί τους μερικά ενθύμια από τα τόσα θαυμαστά που γνώρισαν.
Ο Πι... |
Ο Πι έψαξε τις βαθιές του τσέπες και σιγουρεύτηκε πως οι μικροί θησαυροί του ήταν εκεί... Ένα κατακόκκινο καμπανάκι με ένα υπέροχο ήχο που έπεσε από το έλκηθρο του Αϊ Βασίλη την βραδιά που ήρθε στο σπίτι του Φίλιππου για να του αφήσει το δώρο του κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μια μπίλια από γυαλί που όταν την στριφογύριζες έβλεπες διάφορα χρώματα στο κέντρο της.
Ένα καρυδότσουφλο που στη μέση του είχε μια οδοντογλυφίδα για κατάρτι κι ένα μικρό γαλάζιο πανί που τον χωρούσε ίσα ίσα όταν έκανε βόλτες μέσα στη γυάλα με το χρυσόψαρο του Μάριου, την Αστραπή. Μια καραμέλα με ασημένιο περιτύλιγμα που του θύμιζε τα τόσα πακέτα που έβλεπε να κουβαλούν οι άνθρωποι μέσα σε μεγάλες τσάντες όλες αυτές τις μέρες. Ένα φωτάκι σε σχήμα αστεριού που είχε πέσει από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της Μαρίλιας και παραλίγο να το πετάξει η μαμά της γιατί δεν άναβε πια...
Ο Φι... |
Ο Φι πάλι είχε μια τεράστια χάρτινη τσάντα φτιαγμένη από " άχρηστο υλικό " δηλαδή παλιές εφημερίδες και μέσα εκεί έβαζε τα δικά του πολύτιμα πράγματα. Ένα παραμύθι που έγραφε ιστορίες από τα λουλούδια που άνθιζαν την Άνοιξη. Αυτή η Άνοιξη πρέπει να ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα γιατί τόσα χρώματα και τόσες μυρωδιές μόνο μια πανέμορφη νεράιδα θα μπορούσε να τα έχει. Ένα μικρό κουρδιστό αυτοκινητάκι. Το βρήκε κάτω από το κρεβάτι του Κωστή και άκουσε την αδελφή του να λέει πως δεν το ήθελε άλλο γιατί είχε σπάσει το πίσω φανάρι και το είχαν αποσύρει από την κυκλοφορία.. Ένα τσιμπιδάκι με μια μικρή καρδούλα στην άκρη. Είχε δει την Δέσποινα που φορούσε ένα ίδιο στα μαλλιά της και σκέφτηκε πως θα το έκανε δώρο στη φίλη του την Φιφή όταν θα γύριζαν πίσω στο χωριό τους. Τέλος είχε βάλει μέσα σ΄ ένα μικρό γυάλινο βαζάκι λίγη χρυσόσκονη ...Κάθε βράδυ όταν περνούσε από τα σπίτια των παιδιών για να δει αν είχαν κοιμηθεί έπαιρνε λίγη από τα αγγελάκια, τις μπάλες, τα ελαφάκια, και όλα αυτά τα πράγματα που είχαν πασπαλιστεί απ αυτήν την μαγική σκόνη. Κάθε φορά που θα ήθελε να θυμηθεί κάτι από τον Απάνω Κόσμο θα έριχνε λίγη και ...θα ξαναζούσε κάτι από όλη την μαγεία αυτών των δώδεκα ημερών ...
Όμως η ώρα πλησίαζε. Η καρδιά του Πι και του Φι άρχισε να χτυπάει πολύ δυνατά. Θα προλάβαιναν ;
Πω πω πλησίαζαν μεσάνυχτα και δεν είχαν χαιρετίσει κανέναν από τους φίλους τους ...Και τώρα δεν υπήρχε άλλος χρόνος ...Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν είναι να τους άφηναν ένα γράμμα. Όμως τι να έγραφαν και πως ; Δεν ήξεραν ούτε όλα τα γράμματα ούτε και μπορούσαν να επιστρέψουν στο σχολείο τέτοια ώρα ...Πως την πάτησαν έτσι με τα ονειροπολήματά τους... Και τότε τους ήρθε μια ιδέα... Θα φώναζαν δυνατά τα ονόματα τους θα παίρνε ο άνεμος τη φωνή τους θα την τύλιγε μέσα σένα αχνό σύννεφο και όπως θα έτρεχαν κι αυτοί να προλάβουν η φωνή τους θα περνούσε μέσα από τοίχους , παράθυρα, μαξιλάρια και θα έφτανε στα μικρά αυτάκια των παιδιών. Γιατί όλα τα παιδιά πιστεύουν και στους καλικάντζαρους και στα ξωτικά και στα παραμύθια ...
καλή αντάμωσηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη !!!!!!!!
Ελένη Μπετεινάκη