Της Ελένης Μπετεινάκη*
«Εντύπωση μου έκανε κάθε χρόνο την τελευταία μέρα του Ιούλη οι ετοιμασίες που γινόταν στην «Κάτω Γειτονιά» ή Κατσοπρινιά,όπως την έλεγαν στο χωριό. Μια, δυο οικογένειες που μαζεύανε τα πράγματα τους, όλα. Κουβέρτες, σεντόνια ακόμα και χιράμια, τσουκάλια, πιατικά, ρούχα, μεγάλες ντενέκες με νερό κι ετοιμάζονταν λέει για φευγιό, να εκπληρώσουν το τάμα. «Δεκαπεντάρηδες» τους φώναζαν αυτούς τους ανθρώπους, όχι γιατί ήτανε νιοι στην ηλικία, αλλά γιατί θα λείπανε τις πρώτες δεκαπέντε μέρες του Αυγούστου. Στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χαρακιανής, θα ΄ταν φιλοξενούμενοι, γατί το τάμα τους ήταν βαθύ, βαρύ και αξέχαστο. Είχε γενεί καλά το Μανολιό τους από βεβαιωμένη κακιά αρρώστια κι από τότε κάθε χρόνο …φεύγανε. Μας αφήνανε το κλειδί, να ποτίζουμε τα βασιλικά και τα γεράνια, μόλις έδυε ο ήλιος, να μην ιδρώσουν, να μην χαθεί ούτε μια σταγόνα από την ζέστη της μέρας, άδικα. Κι ήθελα κι εγώ να γίνω «Δεκαπεντάρης» ή «Δεκαπεντιστής» ή «Δεκαπενταρίτης»για τόσες πολλές μέρες αλλά οι υποχρεώσεις του μπακάλικου του πατέρα μου ήταν απαγορευτικές για διακοπές στα μοναστήρια όπως, χαρακτηριστικά έλεγε. Και μας έλεγαν τις ιστορίες που έζησαν, σαν επέστρεφαν, στις βεγγέρες που οργανωνόταν τις νύχτες στην αυλή της γιαγιάς και στα πεζοδρόμια των σπιτιών μας. Πως δεν μένανε, λέει, πάντα μέσα στο μοναστήρι, αλλά σε μια καλύβα, απόξω, κι είχε μεγάλο «σεϊρι», τούτη η διαμονή, γιατί τα βράδια ακούγονταν ένα σωρό θόρυβοι της εξοχής, και κουκουβάγιες, πάνω στα δέντρα και συρσίματα παράξενα. Ο Μανόλης μας έλεγε πως ένα βράδυ είχε δει ένα δράκο να πετάει πάνω απ’ τα κεφάλια τους, θεριό τεράστιο. Του ‘χε κοπεί η λαλιά κι η ανάσα αλλά εκείνος δεν τους έδινε σημασία, μόνο πετούσε, πετούσε να φτάσει το πρωινό αστέρι της Αυγής, το Σείριο να πάρει το μαντάτο του καιρού του Αυγούστου να το μεταφέρει στη χώρα των Γιγάντων που θέλαν να γνωρίζουν τα δικά τους …μερομήνια!»
* Ελένη Μπετεινάκη, Λόγια του Αέρα, υπό έκδοση