Παραμονή των Φώτων απόψε!
Το νου σας. Φεύγουν οι καλικάντζαροι!
Της Ελένης Μπετεινάκη
Κάθε χρόνο γράφω
τούτο το «γράμμα»…
Μετρώ τις αφίξεις και τις απώλειες, κάτι σαν απουσιολόγιο
και μια νύχτα σαν αυτή αναπολώ, αποχαιρετώ και χαμογελώ πλατιά για την υπέροχη
διαδρομή των παραμυθοιστοριών και …παραμυθοκαλικάντζαρων.
Και να τα πάλι απόψε …
Επικρατεί μεγάλος αναβρασμός …
Οι καλικάντζαροι συνήθως χαλάνε με τις ζαβολιές τους τα Χριστούγεννα των ανθρώπων. Μαγαρίζουν τα γλυκά, δαγκώνουν ότι τρώγεται, ανακατώνουν ότι βρουν και κάνουν ένα σωρό πράγματα που μας αναστατώνουν. Ο Εδώ κι ο Αλλού όμως πρωτοστάτησαν στην πιο όμορφη πράξη της χρονιάς. Να μην μείνει στεναχωρημένος ο Αλέξανδρος και του στόλισαν κρυφά εκείνοι το δέντρο του …
Βγήκα από τις αναπολήσεις και συνέχισα να τους παρατηρώ…
Αλλιώς με την αγιαστούρα του ο παπάς …θα τους εξαφανίσει
παντελώς!
Φέτος ήταν μια σπουδαία χρονιά. Κόσμος πολύς παντού. Γλυκά,
καλούδια, λουκάνικα πολλά και όλα όσα τρελαίνονται να «μαγαρίζουν», σε αφθονία.
Το δωδεκαήμερο όμως έληγε, τέλειωναν κι οι διακοπές ...
Πόσα και πόσα δεν είχαν να πουν στους γεροντότερους σαν γύριζαν
πίσω.
Κοίταξα κάτω από το δέντρο κι είδα πως είχε μαζευτεί η
γνωστή συμμορία και ο καθένας χωμένος στις σκέψεις του…
Στο σακούλι με τις αναμνήσεις και με τα δώρα τους οι ήρωες
των παραμυθιών από το δέντρο της
βιβλιοθήκης του χάρισαν ένα διαφορετικό Χαρταετό, ένα Κόκκινο Κουμπί, ένα Λευκό
Φτερό, τα καμώματα του Πι και του Φι,
των κολλητών του φίλων, και ένα στολίδι από το δέντρο του Αλέξανδρου που με
τόση χαρά είχαν στολίσει ο Εδώ και ο Αλλού στην πιο γλυκιά σκανταλιά στις ζωές
των καλικάντζαρων….
Του είχαν δώσει κι ένα
μικρό πακέτο με πολύχρωμες κορδέλες με τη συμφωνία να το ανοίξει μόνο σαν
βρισκόταν στο δικό του σπίτι. (Ήξερα τι είχε μέσα, το είχα δει κι αυτό κρυφά.
Μικρά αντικείμενα από τα καινούργια παραμύθια που είχαν κυκλοφορήσει όλη τη
χρονιά που πέρασε).
Ο Πι και ο Φι ήταν χαρούμενοι… μα πιο χορτάτοι και
χαμογελαστοί ήταν ο Εδώ και ο Αλλού!
Ολοι τους πρόλαβαν
και έκαναν πολλές σκανταλιές χαρίζοντας γέλιο και μαγεία σε πάρα πολλά παιδιά. Ταξίδεψαν
πολύ σε σχολεία, βιβλιοθήκες,
βιβλιοπωλεία, στο Χριστουγεννιάτικο κάστρο …
Ήθελαν όμως και να
φύγουν γιατί νοστάλγησαν τις τηγανίτες της μαμάς τους και τα παιχνίδια με τον Χα
και τον Χου στην αυλή του καλικαντζαροσχολείου που δεν είχαν προλάβει τούτη τη χρονιά
να ανέβουν στη Γη…
Ο Εδώ είχε χώσει στην πίσω τσέπη του παντελονιού του ένα τεράστιο
μπισκότο από το ζαχαροπλαστείο του κυρ Ηλία. Γνωστός κοιλιόδουλος και λαίμαργος
όπως ήταν, τι άλλο να είχε πάρει μαζί του…
Ο Αλλού είχε κρατήσει
ένα μικρό λαμπάκι που φώτιζε την γαλάζια μπάλα στο τέταρτο κλαδί του δέντρου,
στο σπίτι του Αλέξανδρου.
Ο Πι ένα κατακόκκινο καμπανάκι με ένα υπέροχο ήχο που έπεσε
από το έλκηθρο του Αϊ Βασίλη! Ένα καρυδότσουφλο που στη μέση του είχε μια
οδοντογλυφίδα για κατάρτι κι ένα μικρό γαλάζιο πανί που τον χωρούσε ίσα ίσα.
Ο Φι πάλι ειχε κρατήσεις μια καραμέλα με ασημένιο
περιτύλιγμα που του θύμιζε τα τόσα πακέτα που έβλεπε να κουβαλούν οι άνθρωποι
μέσα σε μεγάλες τσάντες όλες αυτές τις μέρες αλλά και μια χάρτινη τσάντα
φτιαγμένη από "άχρηστο υλικό "δηλαδή παλιές εφημερίδες και μέσα
εκεί έβαζε ότι του είχε κάνει εντύπωση. Μα το πιο πολύτιμο απ’ όλα ήταν ένα μικρό γυάλινο βαζάκι με χρυσόσκονη ...Κάθε
βράδυ όταν περνούσε από τα σπίτια των παιδιών για να δει αν είχαν κοιμηθεί
έπαιρνε λίγη από τα αγγελάκια, τις μπάλες, τα ελαφάκια, και όλα αυτά τα
πράγματα που είχαν πασπαλιστεί απ’ αυτήν την μαγική σκόνη. Κάθε φορά που θα
ήθελε να θυμηθεί κάτι από τον Απάνω Κόσμο θα έριχνε λίγη στον αέρα του
Ζερζεβοκουτιού, του χωριού τους, και θα ξαναζούσε κάτι από όλη την μαγεία αυτών
των δώδεκα ημερών ...
Όμως η ώρα πλησίαζε. Τους έβλεπα λιγάκι ανήσυχους…
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και δεν είχαν χαιρετίσει κανέναν από
τους φίλους τους ...
Και τώρα δεν υπήρχε άλλος χρόνος ...
Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν είναι να τους άφηναν ένα
γράμμα. Όμως τι να έγραφαν και πως; Δεν ήξεραν ούτε όλα τα γράμματα ούτε και
μπορούσαν να σκεφτούν κάτι άλλο τούτη τη στιγμή. Πως την πάτησαν έτσι με τα
ονειροπολήματά τους...
Θα φώναζαν δυνατά τα ονόματα όλων όσων είχαν συναντήσει και θα
έπαιρνε ο άνεμος τη φωνή τους θα την τύλιγε μέσα σε ένα αχνό σύννεφο και στο
δικό του ταξίδι του θα περνούσε μέσα από τοίχους, παράθυρα, μαξιλάρια και θα
έφτανε στα μικρά αυτάκια των παιδιών. Κι έτσι θα τα αποχαιρετούσαν για φέτος.
Γιατί όλα τα παιδιά πιστεύουν και στους καλικάντζαρους και
στα ξωτικά και στα παραμύθια...
Ήταν πολύ αργά για να
κάνουν οτιδήποτε άλλο…
Καθόμουν κι εγώ πίσω από την μπαλκονόπορτα και τα χαιρετούσα.
Ο Τρακατρούκας μπήκε τελευταίος και η λέξη που σχηματίστηκε
στα χείλη του ήταν το όνομα του Φρουφρού…
«Μην ανησυχείς» του ΄πα «θα τον προσέχω όλη τη χρονιά!»
(«Αρκεί να τον βρω…», σκέφτηκα!)
Καλό σας ταξίδι αγαπημένα παραμυθοπαιδιά μου και καλή μας
αντάμωση και πάλι του χρόνου!
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 5 Ιανουαρίου 2024 : Εδώ!