Της Ελένης Μπετεινάκη
[...Αν είχε γενέθλια μέρα η μαγισσούλα μου, η Χρωματούσα, θα΄πρεπε να ΄ναι τώρα που μπαίνει ο Οκτώβριος. Όμως τόσες χιλιάδες χρόνια που ζει, κάνεις δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία. Ούτε καν η ίδια…
Και σήμερα το πρωί ξύπνησε χάραμα πάλι. Έβαψε τον ουρανό με όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, του κίτρινου και του πορτοκαλί. Έβαλε σκιές στα σύννεφα κι εκείνα τής χαμογέλασαν πλατιά. Σαν να τα γαργαλούσε το πινέλο της και από τα πολλά τους γέλια άλλαζαν σχήματα και έπαιζαν κρυφτό με τον ήλιο που προσπαθούσε να προβάλει μέσα από τη θάλασσα. Μαγική η στιγμή της πρώτης καλημέρας του καινούργιου μήνα. Χρυσοκόκκινη κι ας ήταν συννεφιασμένη η ανατολή. Άξιζε το ξενύχτι πάνω από την τσουκάλα της να πετύχει τις σωστές αποχρώσεις.
Ο Οκτώβριος, ο αγαπημένος της μήνας έπρεπε να έχει τα πιο ζωντανά, τα πιο όμορφα, τα πιο σπάνια χρώματα που θα χάριζε στην Φύση και στους ανθρώπους. Κι έτσι τώρα η παλέτα της τα είχε όλα : Κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, ροζ, βυσσινί, και βαθύ γαλάζιο… Και σαν σκόρπισε γύρω της ομορφιά και καλωσόρισε τον μικρό Οκτώβρη και το φεγγάρι που ολόλαμπρο ταξίδευε στον ουρανό, ανέβηκε σε ένα απαλό σύννεφο και καμάρωσε την πλάση ολόκληρη. Κι άρχισε πάλι τα παιχνίδια της και με τα άλλα σύννεφα. Όπως εκείνα προχωρούσαν έκανε άλλοτε βουτιές στη θάλασσα και άλλοτε πηδούσε πάνω στα δέντρα και έβαζε ασημένιο ή χρυσό στα φύλλα τους. Σε άλλα πάλι συμπλήρωνε κίτρινο, καφέ ή λίγο πράσινο. Και σαν τέλειωσε τη δουλειά της κρύφτηκε πίσω από τους κορμούς τους για να χαρεί με τα παιχνίδια των παιδιών. Σήκωναν ψηλά τα φύλλα τα πετούσανε στον Αέρα κι εκείνος θέλοντας να πάρει μέρος στο παιχνίδι τους φυσούσε κάποιες φορές με όλη του τη δύναμη και ανακατεύονταν όλα, φτιάχνοντας ένα πολύχρωμο υφαντό της νεράιδας Γης απλώνοντας το απ’ άκρη σ άκρη της.»*
Καλό μήνα