Της Ελένης Μπετεινάκη
Κάθε χρόνο γράφω τούτη τούτο το «γράμμα»…
Κάθε χρόνο δεν είμαι κοντά τα «παιδιά μου», τα σχολεία είναι ακόμα κλειστά κι έτσι κι εγώ τους το αφιερώνω. Σε όλα τα παιδιά και σε όσους αγαπούν τα καλικαντζαράκια και τα παραμύθια…
Νομίζω πως ακούω μικρά βήματα παντού...
Κάποιοι βιάζονται, μπερδεύονται, κουτρουβαλούν και προσπαθούν να τελειώσουν με τις τελευταίες τους σκανταλιές. Απόψε μόλις το ρολόι χτυπήσει δώδεκα ακριβώς όλα θα αλλάξουν. Οι καλικάντζαροι θα πρέπει να τρέξουν να προλάβουν το ένα και μοναδικό άνοιγμα της γης για μπορέσουν να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Για λίγες μόνο ώρες και ίσα ίσα μέχρι το ξημέρωμα θα πρέπει όλα να έχουν τακτοποιηθεί...
Δύσκολες μέρες αυτές που ζούμε ακόμα και για καλικάντζαρους. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί. Ο Αρχικαλικάντζαρος τους είχε προειδοποιήσει πως αν δεν έβαζαν μάσκα και δεν κρατούσαν τις σωστές αποστάσεις δεν θα τους άφηνε να περάσουν ξανά το μυστικό άνοιγμα να επιστρέψουν στο χωριό τους. Τέλος οι συνωστισμοί, οι ξέφρενοι χοροί κι όλα όσα τόσες εκατοντάδες χρόνια συνήθιζαν να κάνουν. Άσε που οι άνθρωποι περνούσαν πια πολλές ώρες στα σπίτια και τις νύχτες δεν το κουνούσαν από εκεί πολύ συχνά. Έτσι τα γλυκά εξαφανίζονταν σχεδόν αμέσως και τα καλικαντζαράκια έμεναν μόνο με ψίχουλα και μυρωδιές.
Τους είδα λίγο ταλαιπωρημένους και σκεφτικούς. Όλα παράξενα και φέτος. Λίγο καλύτερα από πέρυσι αλλά και πάλι με χίλιες δυο προφυλάξεις …
Είχα το χρόνο χωρίς να με πάρουν μυρουδιά να παρατηρήσω και τους δικούς μου φιλαράκους, τους παραμυθένιους. Πρόλαβαν ευτυχώςκαι χάρισαν όμορφες στιγμές σε πολλά παιδιά τις προηγούμενες μέρες που το είχαν περισσότερο ανάγκη από άλλα Χριστούγεννα.
Όλα τα όμορφα όμως έστω και υπό διαφορετικέ συνθήκες κάποτε τελειώνουν. Το δωδεκαήμερο έληγε, τέλειωναν κι οι διακοπές ...
Πόσα και πόσα δεν είχαν να πουν στους γεροντότερους σαν γύριζαν πίσω. Πρώτα απ’ όλα για το φοβερό κακό που΄χε βρει τη Γη από τον προηγούμενο χρόνο και δεν έλεγε να κοπάσει. Όλοι οι άνθρωποι ήταν σκυθρωποί και δεν αγκαλιάζονταν πια όπως τα προηγούμενα χρόνια. Η μουσική είχε σωπάσει και τα πρόσωπα όλα καλυμμένα, όλα!
Κοίταξα κάτω από το δέντρο κι είδα πως είχε μαζευτεί η γνωστή συμμορία και ο καθένας χωμένος στις σκέψεις του…
Βιάζονταν να φύγουν. Φοβόντουσαν μη και κουβαλούσαν αρρώστια στον τόπο τους…
Ο Πι και ο Φι ήταν χαρούμενοι…
Ήταν οι μόνοι που πρόλαβαν και έκαναν πολλές σκανταλιές χαρίζοντας γέλιο και μαγεία σε πάρα πολλά παιδιά. Ήθελαν όμως να φύγουν γιατί νοστάλγησαν τις τηγανίτες της μαμάς τους και τα παιχνίδια με τον Εδώ και τον Αλλού στην αυλή του καλικαντζαροσχολείου. Ο Κατράμης πάλι είχε βαρεθεί πολύ γιατί όπου κι αν πήγαινε έβλεπε μπροστά του μπουκάλια με απολυμαντικά και μπερδευόταν γιατί νόμιζε πως ήταν νερό κι έφευγε αστραπιαία. Η νεραΐδα των καλικάντζαρων, η κατάλευκη Άχνη τους έλεγε να βιαστούν. Έπρεπε σχεδόν αθόρυβα να αναχωρήσουν σε λίγες ώρες και να κρατήσουν για ανάμνηση ό, τι όμορφο έζησαν. Έτσι αρχίσανε να ψαχουλεύουν …
Ο Πι έψαξε τις βαθιές του τσέπες και σιγουρεύτηκε πως οι μικροί θησαυροί του ήταν εκεί... Ένα κατακόκκινο καμπανάκι με ένα υπέροχο ήχο που έπεσε από το έλκηθρο του Αϊ Βασίλη!
Ένα καρυδότσουφλο που στη μέση του είχε μια οδοντογλυφίδα για κατάρτι κι ένα μικρό γαλάζιο πανί που τον χωρούσε ίσα ίσα.
Ένα βατραχάκι που το θύμιζε ένα παραμύθι που κάτι γινότανε με μια πριγκίπισσα που δεν το πίστευε…
Ένα χριστουγεννιάτικο μπισκότο από το βάζο της κυρίας Γλαύκης
Μια ασημένια χιονονιφάδα που είχε φύγει από τα χέρια της κ.Χριστίνας που πάντα θέλει να γίνει νεραΐδα ή βασίλισσα του χιονιού και την μεζούρα της, που την αγαπούσε ιδιαίτερα…
Μια ξύλινη κουτάλα που κρατούσε η κ. Νίκη και ένα βώλο με χίλια χρώματα που του τον είχε δώσει ο Γιάννης.
Μια πιάστρα δεντράκι από τα μαλλιά της κ. Όλγας…
Μια πολύχρωμη κορδέλα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου από την κ. Κατερίνα…
Μια κόκκινη κλωστή από το πουλόβερ της κ. Ανδριάννας…
Από την κ. Μαρία πήρε ένα καραβάκι χάρτινο για τα ταξίδια που ήξερε πως της άρεσαν πολύ…
Από την κ. Μάιρα πήρε μια ζωγραφιά που έγραφε με μεγάλα γράμματα : «Ι loveyou, guys»
Τέλος είχε βάλει μέσα σ΄ ένα μικρό γυάλινο βαζάκι λίγη χρυσόσκονη ...Κάθε βράδυ όταν περνούσε από τα σπίτια των παιδιών για να δει αν είχαν κοιμηθεί έπαιρνε λίγη από τα αγγελάκια, τις μπάλες, τα ελαφάκια, και όλα αυτά τα πράγματα που είχαν πασπαλιστεί απ’ αυτήν την μαγική σκόνη. Κάθε φορά που θα ήθελε να θυμηθεί κάτι από τον Απάνω Κόσμο θα έριχνε λίγη και θα ξαναζούσε κάτι από όλη την μαγεία αυτών των δώδεκα ημερών ...
Όμως η ώρα πλησίαζε. Η καρδιά του Πι και του Φι άρχισε να χτυπάει πολύ δυνατά. Θα προλάβαιναν;
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και δεν είχαν χαιρετίσει κανέναν από τους φίλους τους ...
Και τώρα δεν υπήρχε άλλος χρόνος ...
Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν είναι να τους άφηναν ένα γράμμα. Όμως τι να έγραφαν και πως; Δεν ήξεραν ούτε όλα τα γράμματα ούτε και μπορούσαν να σκεφτούν κάτι άλλο τούτη τη στιγμή. Πως την πάτησαν έτσι με τα ονειροπολήματά τους... Ούτε στα παιδιά από τα άλλα τμήμα του νηπιαγωγείου είχαν πει κάτι!
Και τότε τους ήρθε μια ιδέα... Θα φώναζαν δυνατά τα ονόματα τους θα έπαιρνε ο άνεμος τη φωνή τους θα την τύλιγε μέσα σένα αχνό σύννεφο και όπως θα έτρεχαν κι αυτοί να προλάβουν η φωνή τους θα περνούσε μέσα από τοίχους, παράθυρα, μαξιλάρια και θα έφτανε στα μικρά αυτάκια των παιδιών. Κι έτσι θα τα αποχαιρετούσαν για φέτος
Γιατί όλα τα παιδιά πιστεύουν και στους καλικάντζαρους και στα ξωτικά και στα παραμύθια...
Σαν μια μουσική ακούστηκε σ’ ολόκληρη την πόλη το ανακάτεμα των ονομάτων έτσι όπως χαιρετούσαν τα παιδιά. Κι ύστερα σαν να κλείστηκαν σε μια χρυσοκόκκινη κλωστή που κρατούσε την άκρη της η κ. Ελένη που αγαπούσε πολύ τα παραμύθια…
Καλό σας ταξίδι και καλή μας αντάμωση και πάλι του χρόνου!