Της Ελένης Μπετεινάκη
«Ήταν μια νύχτα από κείνες του καλοκαιριού που ύπνος δεν κόλαγε κι ένας βοσκός Αρχανιώτης στην καταγωγή που βρίσκονταν πάνω στο Γιούχτα και φύλαγε τα πρόβατά του είδε ένα φως απέναντι του προς το χωριό. Δεν έδωσε πολύ σημασία την πρώτη φορά, όμως το φως παρουσιαζόταν κάθε βράδυ όλο και πιο δυνατό και πάντα στο ίδιο μέρος. Η περιέργεια του μεγάλωσε πολύ και σκέφτηκε να το κάνει γνωστό και σ άλλους μην τον περάσουν για τρελό κι όλοι ξέρανε πως οι Νεράιδες του Αυγούστου και τα Δαιμονικά, οι Δρίμες ή Αλουστίνες, πηγαινόρχονταν κοντά στα παλικάρια με σκοπό να τα παραπλανήσουν και να τους πάρουν τη λαλιά . Οι σύντροφοί του το είδαν κι αυτοί και η είδηση για το παράξενο φως διαδόθηκε παντού, σ΄ όλους τους Χριστιανούς της περιοχής. Η πρόσβαση στο συγκεκριμένο σημείο αδύνατη λόγω των αγριόκλαδων και των βάτων που υπήρχαν αλλά και ενός ακόμη πιο σοβαρού προβλήματος . Η περιοχή ανήκε στον Τούρκο Μπέη που ήταν σκληρός, βίαιος και αμίλητος. Κανένας δεν είχε το θάρρος να πάει και να του μιλήσει για οτιδήποτε, πόσο μάλλον για ένα τέτοιο θέμα που συγκρούονταν και με την δική του την Πίστη.
Ο Μπέης είχε για γυναίκα μια όμορφη ανατολίτισσα που ύστερα από πολλά χρόνια κατάφερε να μείνει έγκυος. Σαν έφτασε η ώρα του τοκετού τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ δύσκολα. Η γέννα δεν πήγαινε καλά και η ανησυχία σ όλο το κονάκι ήταν διάχυτη. Ο Μπέης έφερε μια μουσουλμάνα μαμή από το Μεγάλο Κάστρο όμως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Κείνη τον ενημέρωσε πως και η γυναίκα του και το παιδί που είχε μέσα της ήταν αδύνατον να σωθούν. Ο Μπέης έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια και ανησυχία και τότε ένας Αρχανιώτης υπηρέτης του, του είπε αν ήθελε να ειδοποιούσε την δικιά τους μαμή μήπως και ήξερε τίποτα παραπάνω. Ο Μπέης αν και συλλογίστηκε πολύ μην έχοντας καμία ελπίδα επέτρεψε να φωνάξουν την Χριστιανή γυναίκα…