Της Ελένης Μπετεινάκη*
Κάθε χρόνο τη θυμάμαι τούτη την ημερομηνία…
Πέρυσι στις 29 Ιανουαρίου έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Τσεκλένης. Ήταν μια είδηση που σφράγισε ορμητικά τα χρόνια της νιότης μας και μ’ έβαλε να θυμηθώ εκείνα τα χρόνια της δικής μας αθωότητας.
«Τσεκλένης» ήταν η ποδιά μου από τις μοντέρνες, με πολλές τσέπες σαν να πήγαινα σε κυνήγι σαφάρι και θήκες για να μπαίνουν τα στυλό και τα μολύβια. Ο γιακάς τεράστιος και μυτερός, της εποχής των 80ς και το μήκος ακριβώς πάνω στο γόνατο. Κουμπιά πολλά μπροστά, από το λαιμό ίσαμε τις γάμπες κι όλα το ίδιο χρώμα με το ύφασμα, σκούρο μπλε προς το μωβ ή και το μαύρο. Άχαρη, πάνω μου αλλά τουλάχιστον είχα κερδίσει το στοίχημα. Ήμουν μέσα στη μόδα της εποχής και η ποδιά από τις πιο ακριβές. Από του Μαντωνανάκη την είχαμε πάρει, από τη Χώρα, και έκανε 395 δραχμές. Το θυμάμαι γιατί ήταν από τις δικές μου οικονομίες, τα μεροκάματα στο αμπέλι, στον τρύγο και στις ελιές και οι «καλές χέρες» του θείου Γιώργου, της γιαγιάς και των γονιών μου από την Πρωτοχρονιά… Έψαξα, έψαξα πολύ και βρήκα και την ποδιά και όσες φωτογραφίες μπορούσα. Κοντό μαλλί, κατάξανθο και ένα ρούχο που στην ουσία με φορούσε αυτό, αντί να το φοράω εγώ…
Πόσα χρόνια πάνε πια; Περάσανε τριάντα εννέα, ζωή ολόκληρη κι εμένα μου φαίνεται σαν …χθες. Πριν λίγες μέρες ανέβηκα ξανά τα σκαλιά του παλιού μου σχολείου. Με ραντεβού λόγω της πανδημίας του covid 19 για να πάρω ένα χαρτί οικογενειακής κατάστασης. Το ιστορικό πέτρινο κτίριο που μοιάζει να μην το΄χει ακουμπήσει καθόλου ο χρόνος.. Περιπλανήθηκα στις …τάξεις. Η προτομή του Μέγα Αλέξανδρου ακόμα εκεί.. Οι τοιχογραφίες για το 1940 ολόφρεσκες, καλοδιατηρημένες. Κι εκείνη η σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο, η ξύλινη. Καινούργια πια όμως νόμισα πως άκουσα το τρίξιμο της παλιάς σαν ανεβαίναμε όλοι μαζί τρεχάλα όταν κτυπούσε το κουδούνι και το διάλλειμα είχε τελειώσει... Κι η άλλη η σκάλα της αυλής, η πέτρινη, που την κατεβαίναμε όλοι σαν να κάναμε τσουλήθρα … Θύμησες εκατοντάδες!
Ακουμπούσα πάλι το παρελθόν, ένοιωθα ξανά τα γέλια και τις φωνές μας. Είδα τον κυρ Νίκο, τον παιδονόμο, με το χαρακτηριστικό του περπάτημα και την κυρά Χρυσούλα με το μαύρο τσεμπέρι στα μαλλιά και τα ολόφρεσκα σισαμένια κουλούρια… Έστρωσα την ποδιά μου και το ταξίδι ξεκίνησε …
Τούτη την ιστορία την έχω γράψει ξανά. Όμως πάντα τη θυμάμαι. Πώς να ξεχάσει κανείς τη νιότη του; Την κουβαλώ στη ζωή μου όπως τόσες και τόσες αναμνήσεις από τα χρόνια της δικής μας αθωότητας. Τότε που τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το σχολείο, οι δάσκαλοι, οι άνθρωποι, τα συστήματα και οι νοοτροπίες. Την θυμάμαι συχνά, γιατί για μας η σχολική ποδιά ήταν ένα σύμβολο. Ήταν μια ολόκληρη εποχή που χάθηκε κι ας μην το καταλαβαίναμε τότε πως ήμασταν μέρος της…ιστορίας. Τότε νοιώσαμε πως κερδίσαμε μια ελευθερία που θα έκανε καλύτερη τη ζωή μας. Οι ιστορικοί και οι μελετητές ξέρουν αν έγινε έτσι. Εγώ απλά αναπολώ τα χρόνια που έφυγαν τόσο γρήγορα και την σχολική ποδιά που πια έγινε έκθεμα για μουσείο!
«Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό που θα μπορούσε να έμοιαζε με όλα τα προηγούμενα. Αν και ψιλόβρεχε είχε μια άλλη αίσθηση. Η απόφαση της νέας τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Υπουργού Παιδείας Λευτέρη Βερυβάκη, λιτή και σύντομη. Η σχολική ποδιά δεν ήταν πλέον υποχρεωτική.
6 Φεβρουαρίου 1982!Στις ειδήσεις των 9 το προηγούμενο βράδυ η αναγγελία ήταν πολύ σημαντική. Κάτι σαν να λέμε μια μικρή φράση που ξεκινούσε μια μεγάλη επανάσταση : «Από αύριο 6ην Φεβρουαρίου καταργείται η σχολική ποδιά για τις μαθήτριες στα ελληνικά σχολεία». Θυμάμαι το βλέμμα της μητέρας μου και την έκπληξη μαζί με απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
«- Και τώρα τι θα κάνουμε, πως θα το καταντήσουνε έτσι το σκολειό !»
Εγώ πάλι δεν τόλμησα να μιλήσω, αλλά ήμουν πολύ, πολύ χαρούμενη. Επιτέλους θα έβαζα ό,τι ήθελα, θα ήμουν «ελεύθερη» να φοράω παντελόνι που τόσο μου άρεσε, θα έβαζα στο σχολείο κι εκείνα τα κυριακάτικα ρούχα που δεν μπορούσα να φορέσω όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. Όμως τη χαρά ακολούθησε η σκέψη πως δεν είχα και πολλές επιλογές… Ποιός νοιαζόταν όμως, κάτι θα έβρισκα!
Παράξενη μέρα είχε ξημερώσει, ένα γλυκό μούδιασμα παντού, ένα αμυδρό χαμόγελο που ήθελε να γίνει πλατύ και να σκάσει ίσαμε την αυλή του σχολείου. Ξύπνησα πρώτη απ΄ όλους στο σπίτι, νύχτα σχεδόν και άρχισα να ψάχνω την ντουλάπα μου. Κοίταζα, ξανακοίταζα, δύσκολο ν΄ αποφασίσω. Η ώρα περνούσε κι είχα αρχίσει να αγχώνομαι.
Όσο περίμενα να περάσει ή ώρα σκεπτόμουν τα μούτρα των καθηγητών και του λυκειάρχη μας σαν κτυπούσε το κουδούνι και μαζευόμαστε το πρωί στην αυλή για προσευχή και τη γνωστή «κατήχηση». Σήμερα τι θα μας έλεγε, ποιαν θα κατσάδιαζε γιατί δεν φορούσε την ποδιά της;
Κι ή ώρα περνούσε …Και τότε άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα παιδιά. Όσο και να φαίνεται παράξενο η καρδιά μου κτυπούσε πολύ δυνατά και το στομάχι μου είχε σφιχτεί όπως εκείνες τις μέρες που γράφαμε διαγωνίσματα και δεν ήμουν σωστά προετοιμασμένη.
Και να μια δυο μαθήτριες είχαν έρθει με την ποδιά τους. Μάλλον δεν θα είχαν τηλεόραση ή δεν θα ήξεραν ακόμα τα νέα. Φοβήθηκα για μια στιγμή…
«Λες, σκέφτηκα ,μήπως δεν άκουσα καλά, μήπως την πήραν πίσω την απόφαση;»
Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι «κολλητές μου». Ευτυχώς κι αυτές τη στολή της παρέλασης φορούσαν !Ούτε να είχαμε συνεννοηθεί! Ίσιωσα το κορμί και βγήκα έξω από το δωμάτιο μου. Ο πατέρας μου με κοίταξε γεμάτος απορία…
-«Παρέλαση έχετε σήμερα; Τι είναι αυτά που φόρεσες;»
-«Καταργήθηκε η ποδιά, μπαμπά, δεν θυμάσαι χθες βράδυ που το ΄παν στην τηλεόραση;»
-«Ρεζιλίκια, τι θα κάμουνε ακόμα!» απάντησε κι έφυγε βιαστικός για το μαγαζί.
Ο πιο αυστηρός καθηγητής δεν ήταν ο λυκειάρχης μας, αλλά εκείνος των μαθηματικών που με τη γνωστή του στάση να περπατά με τα χέρια δεμένα πίσω χαμηλά στην πλάτη του, μπήκε στην τάξη κι άρχισε να εξετάζει όλα τα κορίτσια. Μας σήκωνε όρθιες μία- μία μπροστά στον πίνακα, με το γνωστό ύφος και βλέμμα που σε έσκιζε στα δύο. Τα αγόρια κοίταζαν απορημένα και αμίλητα. Δεν ακουγόταν παρά μόνο όποιος ήθελε να πει κάτι σχετικό με την άσκηση. Φυσικά όλες είχαμε ένα θεματάκι με τα μαθηματικά και κείνος δεν άντεξε …
-«Αλίμονο, άρχισε να φωνάζει, που να βρεθεί χρόνος για διάβασμα στο σπίτι; Να φορέσετε όμως φούστες και να κάνετε τις ωραίες, είχατε χρόνο.Σα δε ντρέπεστε!»
Πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε την κιμωλία που κρατούσε κι έφτασε ίσαμε τον απέναντι τοίχο. Ο θόρυβος που έκανε τούτο δω το τόσο μικρό πραγματάκι σαν έπεφτε στο πάτωμα ήταν σαν να έγραφε η ιστορία με μεγάλα γράμματα στον τοίχο της ψυχής μας δυο λέξεις: «Ελευθερία …επιτέλους!»Ήμουν εγώ εκείνη τη στιγμή δίπλα στον πίνακα, με κατεβασμένο και λίγο λοξά γυρισμένο το κεφάλι κλείνοντας το μάτι στις υπόλοιπες… σαν μια παλιά ελληνική ταινία!
Με αφορμή αυτήν την επέτειο έψαξα στην βαλίτσα του παρελθόντος μου κάτω στην αποθήκη και βρήκα σήμερα το πρωί την τελευταία σκούρα μπλε ποδιά μου μαζί με ένα τεύχος της «Μανίνας» και μια άσπρη κορδέλα. Αμέσως ήρθαν στο νου μου όλα εκείνα τα χρόνια, η αυλή, το σχολείο, οι αγωνίες,οι συμμαθητές και συμμαθήτριες, οι χαρές και οι λύπες μας. Οι καθηγητές, μαζί κι εκείνος που μού ‘λεγε συχνά :«Να αρχίσεις να κεντάς, να φτιάχνεις από τώρα την προίκα σου, οι εκθέσεις σου είναι σαν αυτοτελή επεισόδια τρόμου, ούτε απέξω δεν θα δεις την πόρτα του πανεπιστήμιου.»
Μα πάνω απ΄ όλα θυμήθηκα πως όσο κι αν πολεμήθηκε η ποδιά, όσο και αν είπαν πως καλύτερα ήταν που καταργήθηκε γιατί δήλωνε την καταπίεση, την ιδρυματοποίηση και χίλια δυο άλλα κι από την άλλη μεριά αυτοί που στάθηκαν απέναντι και φώναζαν πως αυτό δεν έπρεπε να συμβεί,εγώ ένα έχω να πω.
Η σχολική ποδιά ήταν το σύμβολο μιας εποχής αλλιώτικης που κουβαλούσε άλλες αξίες, άλλα πιστεύω κι άλλες φωνές. Σίγουρα όμως αυτό το μπλε χρώμα σκούρο ή ανοιχτό ήταν δεμένο με τα πιο όμορφα χρόνια της νιότης μας!
Έκλεισα τη βαλίτσα με δύναμη και τις αναμνήσεις μου…
Δεν ξέρω αν μου λείπει η ποδιά μπορεί και όχι, οι κουβέντες όμως με τον πατέρα μου, μου λείπουν παρά πολύ!