Αντώνιος Γ. Μπετεινάκης, ο παππούς μου, εκτελείται από τους Γερμανούς στις φυλακές της Αγυιάς Χανίων!
Σαν σήμερα πριν 77 χρόνια…
Της Ελένης Μπετεινάκη
Ξημερώματα Τρίτης... Άλλαξε η ώρα και πια ξυπνάω ακόμα πιο νωρίς. Ήθελα στις 6.00 ακριβώς να είμαι εκεί. Στην οδό 1821κ αι Κυρίλλου Λουκάρεως να βρεθώ, εκεί κοντά στην πλατεία Αρκαδίου. Εκεί ήταν το κρασάδικο του παππού μου στα χρόνια λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του ΄40. Κρασί Αρχανιώτικο λευκό, ροζέ, κόκκινο και λάδι πουλούσε για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του. Λίγο πιο πάνω στην Παναγία των Σταυροφόρων κοντά, ήταν το σπίτι του κι ένιωσα για μια στιγμή σαν να τον είδα να κατηφορίζει κρατώντας μια αρμαθιά κλειδιά, να ανοίξει το μαγαζί του…
Είχε μόλις εκτίσει την ποινή του στη φυλακή σαν απότακτος μιας και ήταν από τους αξιωματικούς που ήταν προσκείμενοι στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αντίθετοι με αυτήν την επάνοδο του Βασιλιά στο κίνημα του 1935. Μεγάλη Ιστορία και αυτή… Δίνεται αμνηστία σε στρατιωτικούς κρατούμενους σε συνάντηση του Βενιζέλου με τον Βασιλιά στο Παρίσι και στις 3-1-1936 αποφυλακίζεται. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και επειδή το τότε καθεστώς δεν επιστράτευε τους απότακτους δεν πήρε μέρος στο Αλβανικό μέτωπο.
Ωστόσο με την κάθοδο στην Κρήτη της Ελληνικής Κυβέρνησης του Εμμανουήλ Τσουδερού, επιστρατεύονται και οι απότακτοι. Τότε ανακαλείται από την ημέρα της αποταξίας του (7-10-1935) και προάγεται σε Αντισυνταγματάρχη. Αμέσως μετά την προαγωγή του τίθεται επικεφαλής του 3ου Συντάγματος Ηρακλείου με έδρα το προάστειο "Μασταμπάς".
«Τέλεψα το χρέος και φεύγω»,λέει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο»
Τούτη η γραφή νομίζω πως σου ταιριάζει παππού…
Ίσως να είναι κι έτσι, ίσως και να μην πρόλαβες. Έφυγες κάπως νωρίς, χωρίς να δεις την πατρίδα σου ελεύθερη. Την πατρίδα που της χάρισες τη ζωή σου. Την πατρίδα που έδωσες αμέτρητες μάχες για τη δεις ξανά να σηκώνει το ανάστημά της, για να ζούμε εμείς σήμερα καλύτερα. Κι αύριο είναι η μεγάλη εθνική γιορτή της επετείου του Όχι. Δεν πρόλαβες τίποτε. Το δικό σου το Όχι το είχες πει εκείνα τα χρόνια, εκείνον το Σεπτέμβρη του 43, που αρνήθηκες να «προδώσεις», ανθρώπους και ιδανικά.
Ακούμπησα το ποδήλατό μου στον τοίχο που σκεπασμένος με τα πράσινα πανιά λένε πως κάποτε ήταν η εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή. Κοίταξα απέναντι τα σύγχρονα καταστήματα. Προσπαθούσα ξανά να μπω στην Ιστορία, στο τότε, να οραματιστώ από τις περίγραφες του πατέρα μου πως να ήταν άραγε εκείνο το κρασάδικο. Η φαντασία μου έφτιαξε σενάρια πολλά. Ήταν σαν να σε έβλεπα καθισμένο σε μια καρέκλα έξω από την πόρτα, κρατώντας ένα κομπολόι και παρατηρώντας τους περαστικούς, ψάχνοντας παρέα να μιλήσει για τα πολιτικά, για τα συμβάντα των τότε καιρών. Ψαρομάλλης πια, με αετίσιο βλέμμα πάντα, κι εκείνα τα καταπράσινα μάτια που μπορεί και να τους μοιάζουν τα δικά μου…
Παράξενες εικόνες και θύμησες πολλές… Και θυμήθηκα τότε το δικό μου χρέος : Να θυμάμαι και να μνημονεύω το δικό σου πέρασμα από τούτο τον κόσμο.
Δεν σε γνώρισα ποτέ, παππού, όμως σε κουβαλάω μέσα μου από την ώρα που γεννήθηκα. Σε γνώρισα από τον πατέρα μου, από τα υπόλοιπα παιδιά σου, τις φωτογραφίες, τα παράσημα, τα γραφτά σου και νοιώθω πως κάμποσα πράγματα που έχω κι εγώ μέσα μου φταίει η δική σου φύτρα και τα έχω. Πείσμα, ανοχή, υπομονή, θάρρος, μόνο που εγώ δεν πολέμησα ποτέ σαν εσένα.
Κάθε χρόνο, 27 του Οκτώβρη μέρα πένθους, μέρα περισυλλογής. Τι και αν έχουν περάσει 77 χρόνια από τότε… Τούτη η μέρα θα είναι πάντα δική σου.
Πήγα να πάρω το ποδήλατο κι ένιωσα την ψυχή μου βαριά. Ήθελα πάλι να τα πω όλα. Εκείνο το παραμύθι που αφηγούμαι κάθε χρόνο στα δικά μου παιδιά πια. Οι περισσότεροι το ξέρετε ήδη και αν σας κουράζω ξανά είναι γιατί κάποια παραμύθια είναι αληθινά, υπήρξαν οι ήρωες τους, έζησαν, πάτησαν τα ίδια χώματα με μας, ταξίδεψαν όχι για αναψυχή μα γιατί έπρεπε να υπηρετήσουν τον πιο ιερό σκοπό και ιδανικό για την πατρίδα τους.
Και κατέβηκα γρήγορα στο λιμάνι. Να προλάβω την Ανατολή. Να μαζέψω τα χρώματα. Να αφήσω τα δάκρυα να κυλήσουν χωρίς να το πάρει μυρουδιά κανείς, ενώ θα τραβούσα τις σημερινές φωτογραφίες μου. Δεν είχα σε ποιον να πω το παραμύθι σήμερα... Ο μπαμπάς μου, δεν υπάρχει πια. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ανέβαινα στο χωριό μας και τον ρωτούσα τι θυμότανε από εκείνον τον δικό του πατέρα που τόσο λάτρεψε και τόσο του έλλειπε πάντα. Τώρα; Σιωπή μόνο.
Το χρέος μου νιώθω διπλό. Να μην ξεχασω ...
Κι ήταν κάπως έτσι τούτο το παραμύθι που μου΄λεγες ΕΣΥ μπαμπά.....
“Ήταν Σεπτέμβρης του ΄43, θαρρώ 24 του μήνα , απόγευμα, κι είχαμε μόλις γυρίσει από τον τρύγο. Στα Λιάτικα ήμασταν όλη μέρα. Κουρασμένοι κι η μάνα μας έλεγε πως είχε ένα βάρος που της πλάκωνε την ψυχή. Δεν είχαμε προλάβει να πλυθούμε όταν από το μακρύ σοκάκι ακούστηκαν ρυθμικά βήματα και ένας δυνατός χτύπος από το σπάσιμο της πόρτα μας, μας τράνταξε όλους. Ήταν Γερμανοί στρατιώτες. Ανέβαιναν τα σκαλοπάτια γρήγορα και μπήκαν μέσα. Έψαχναν τον πατέρα μου κι άρχισαν να ρωτούν που ήταν. Τους είπα με σπασμένα γερμανικά πως είχε πάει στην Κομαντατούρ στο φρουραρχείο δηλαδή, να δώσει «το παρών» γιατί ήταν Παρασκευή βράδυ κι έτσι έπρεπε. Ένας απ΄ αυτούς έφυγε να δώσει την πληροφορία, οι υπόλοιποι έκαναν το σπίτι αγνώριστο. Δυο-τρεις ώρες μείνανε και φεύγοντας πήραν μαζί τους ότι καλό έβρισκαν στο σπίτι. Σύντομα ήρθε ένας δικός τους και τους είπε πως τον βρήκαν και τον συνέλαβαν. Το βράδυ ήρθαν πολλοί,11 νοματαίοι με σήματα-πέταλα πάνω τους, έψαχναν συνέχεια στις αποθήκες, στο κελάρι, στο πλυσταριό, στα στρώματα. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση του. Όμως και τίποτα δεν βρήκαν. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα έφυγαν. Η αδελφή μου, η μάνα κι εγώ, παλικάρι 14 χρονών τότε, άσπροι σαν τον τοίχο από τον φόβο και την αγωνία μας στεκόμασταν ώρα πολλή ακόμη αμίλητοι, ακίνητοι στο ίδιο σημείο μην ξέροντας πώς να αντιδράσουμε.
Τον μεγάλο μου αδελφό, το Γιώργη μας, τον είχαν ειδοποιήσει να μην πλησιάσει το σπίτι κι εκείνο το βράδυ έμεινε έξω, στην εξοχή. Το επόμενο πρωί μάθαμε πως ο πατέρας μου ήταν στο Ηράκλειο, στο Φρουραρχείο. Εκεί έμεινε 3 μέρες , στο σπίτι του Πλεύρη κάτω στο υπόγειο και βρήκαμε σαν φύγανε οι Γερμανοί γραμμένο ένα μήνυμα μέσα σε κύκλο με μολύβι :
«Αντώνιος Γεωρ. Μπετεινάκης, κινδυνεύει, ελπίζει εις τον Θεόν. 25 Σεπτεμβρίου 1943».
Ύστερα τον πήγαν στα Χανιά στο χωριό Αγυά, στις φυλακές. Κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει τις φυλακές. Πήγε ο Γιώργης μας,αλλά δεν τον άφησαν να τον δει. Ούτε καν έναν Έλληνα δικηγόρο δεν του πήγανε. Κάνανε μόνοι τους το δικαστήριο.Στις 26 του Οκτώβρη. Ο παππούς και πέντε άτομα ακόμη. Τους καταδίκασαν γιατί προσπάθησαν να ειδοποιήσουν τον Μπαντουβά πως έπρεπε να φύγει από τα βουνά και να παραδοθεί γιατί οι Γερμανοί θα καίγανε τα χωριά της Βιάννου. Πιάσανε πολλούς τότε, τους αφήσανε μόνο αυτοί οι έξι δεν γλύτωσαν. Κάποιος τους πρόδωσε, μακάρι πριν κλείσω τα μάτια μου να μάθω ποιος ήταν, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά να ξέρω, να φύγω ήσυχος.Ο Γιώργης ήταν εκεί την ημέρα του δικαστηρίου. Η μάννα μου δεν ήθελε να πάω κι εγώ στα Χανιά, μικρό παιδί ήμουν, έλεγε, δεν ήθελε άλλες φουρτούνες. Έφταναν όσα υποφέραμε ήδη. Ο Γιώργης μας, μας είπε σαν ήρθε πίσω στο χωριό πως πλησίασε λίγο στη φυλακή απόσταση περίπου 100 μέτρα. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά σχεδόν τίποτα.
Ήταν όλοι οι φυλακισμένοι με τα ίδια ρούχα. Κάτι γκρίζο φορούσαν και δυο τρεις χαιρετούσαν από το παράθυρο. Ήταν πολύ κοντά κουρεμένοι και δεν τους αναγνώριζε. Ένας του φάνηκε πιο ψηλός, τον χαιρετούσε με μανία, μπορεί και να ‘ταν αυτός ο πατέρας μας. Ποιος ξέρει…
Την άλλη μέρα έγιναν όλα. Μόλις χάραξε, ψιλόβρεχε κιόλας, το χώμα μύριζε έντονα, τα σκυλιά γαύγιζαν σαν να χαλούσε ό κόσμος. Ξημέρωμα 27 Οκτωβρίου 1943,ώρα 6.00! Βαρύ τούτο το πρωινό και άχαρο και με μια παράξενη ησυχία απλωμένη παντού. Κάτι πλανιόταν στον αέρα όμως τίποτα δεν κουνιόταν. Ο νους μας έβαζε πολλά, φοβόμασταν όλοι όσοι είχανε κρυφτεί πίσω από τα δέντρα. Ο Γιώργης μας και καμιά δεκαριά άλλοι έβγαλαν τα κεφαλιά τους πίσω από τους κορμούς των δέντρων να δουν γιατί ξαφνικά ακούστηκαν φωνές και βήματα γρήγορα και βαριά. Η μεγάλη φασαρία γινόταν από τα γαυγίσματα των σκυλιών. Κάτι σαν να είχαν μυριστεί τούτα τα ζώα. Και τότε άκουσαν με μια φωνή να τραγουδούν οι κρατούμενοι…
«Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.»
Κι ύστερα πάλι φωνές και γερμανικά παραγγέλματα για να σταματήσουν, όμως αυτοί συνέχιζαν ακόμη πιο δυνατά. Τίποτα δεν τους τρόμαζε, απολύτως τίποτα…
Καμιά εικοσαριά στρατιώτες με ειδικό βηματισμό παρατάχθηκαν στον αύλιο χώρο της φυλακής. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει κι αυτή ρυθμικά και τότε είπε ο Γιώργης μας πως η ανάσα τους σα να σταμάτησε. Έξι άνδρες με συνοδεία Γερμανών αξιωματικών φανερά κουρασμένοι όμως με το κεφάλι ψηλά βημάτιζαν στην σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο λέγονατς κι εκείνοι τον εθνικό μας ύμνο.Τους έβαλαν να ακουμπήσουν στον τοίχο και τους έδεσαν τα χέρια. Τους έκλεισαν τα μάτια με ένα άσπρο πανί. Ο πατέρας μας, τον είδε ο Γιώργης που στο μεταξύ συρμένος με την κοιλιά στο χώμα ανάμεσα σε θάμνους και χόρτα, ήταν αναμεσά τους. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι. Δεν ήθελε να του δέσουν τα μάτια. Ήθελε να βλέπει κατάματα το μεγαλύτερο θεριό, αυτό που κανένας δεν νίκησε ποτέ. Ήθελε να χορτάσει και την τελευταία σταγόνα της ζωής, το αμυδρό φως της μέρας που μόλις είχε αρχίσει να χαράσσει. Ύστερα ακούστηκε μια πολύ δυνατή φωνή, σαν πρόσταγμα και ο αέρας γέμισε από πυροβολισμούς. Οι άλλοι κρατούμενοι μέσα από τα μικρά τους παράθυρα έκλαιγαν σιωπηλά. Δεν ακούστηκε τίποτα άλλο. Όλα είχαν τελειώσει…
Άραγε μήπως ήταν όνειρο, εφιάλτης ή συνέβη στ’ αλήθεια. Ο πατέρας μου ήταν εκεί ανάμεσα τους, νεκρός.»
Μην την ξεχάσεις πότε, μου είχε πει ο πατέρας μου, αυτήν την ιστορία.
-Να τη θυμάσαι, να τη λες και στα παιδιά σου κι αυτά να την λένε στα δικά τους, κάθε χρόνο στις 27 Οκτωβρίου!"
Κι όπως λέει κι ο μεγάλος συγγραφέας μας που κι αυτός σαν χθες άφησε την τελευταία του πνοή κι ήθελε στο νησί του να θαφτεί στο τόπο του : «Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί. Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου…Έχετε γεια!»
Αχ παππού! Ήθελα τόσο πολύ να σε είχα γνωρίσει...
Αχ μπαμπά, να ήξερες και τι δεν θα έδινα να σου κρατούσα πάλι το χέρι. Να τα λέγαμε όλα, να θυμόμασταν μαζί όπως τα προηγούμενα χρόνια...
Σκούπισα τα μάτια μου, πήρα το ποδήλατο κι ανηφόρισα την οδό Πλάνης...
ΠΗΓΕΣ :
Ηχογραφημένα ντοκουμέντα από τον Ιωάννη Μπετεινάκη
Αρχείο Οικογένειας Αντ. Μπετεινάκη