«Οι περισσότεροι άνθρωποι που θα με ακολουθούν στην κηδεία μου θα είναι παιδιά γι αυτό θα ήθελα να γράψετε μουσική που θα είναι κατάλληλη για μικρά βήματα.» Χ.Κ.Άντερσεν
Ήταν 4 Αυγούστου 1875 όταν έφυγε από τη ζωή ένας από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες όλου του κόσμου. Όλοι σχεδόν γνωρίζουμε την ημέρα της γέννησής του στις 2 Απριλίου του 1805, μιας και έχει καθιερωθεί κάθε χρόνο να γιορτάζει εκείνη την ημέρα το παιδικό βιβλίο και τα παραμύθια. Εξίσου σημαντική παραμένει και η μέρα του θανάτου, του κάθε ανθρώπου που συνεχίζει να ζει όσο τον θυμόμαστε. Πόσο μάλλον όταν αν κι έχουν περάσει 140 χρόνια από τούτη την επέτειο, τούτος ο άνθρωπος, ο συγγραφέας , ο παραμυθάς δεν έχει σταματήσει να διαβάζεται, να μνημονεύεται και να υπάρχει στην ψυχή και στο μυαλό χιλιάδων παιδιών σε ολόκληρο τον πλανήτη, μέχρι και σήμερα!
Η ζωή του μοιάζει και αυτή με παραμύθι. Γεννιέται σε μια μικρή πόλη της Δανίας ,την Οντένσε, σε μια πολύ φτωχική οικογένεια που όμως το ταλέντο του και η ικανότητα να δημιουργεί ιστορίες δεν θα επηρεαστούν από αυτό καθόλου. Από πολύ μικρός γράφει. Γράφει, παίζει, και δημιουργεί ιστορίες και ποιήματα αλλά και κούκλες κουκλοθέατρου.
Λένε πως ήταν ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία. Πολλές φορές τον έβλεπαν να περπατά στο δρόμο σαν ονειροπαρμένος και το μυαλό του δεν το είχε πουθενά αλλού, παρά μόνο στα ποιήματα και στο διάβασμα. Προσπάθησε άδικα να μάθει την τέχνη του πατέρα του. Ήταν παπουτσής και σαν πέθανε στα 1816 τον άφησε ορφανό, μόλις στα 11 του χρόνια. Η μητέρα του για να αντέξουν την φτώχεια αναγκάζεται να ξαναπαντρευτεί δύο χρόνια αργότερα. Όταν τέλειωσε το σχολείο των άπορων παιδιών, μπήκε σε ένα ραφτάδικο, για να μάθει την τέχνη, αλλά ούτε και εκεί τα κατάφερε. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν, κυνηγώντας μια καλύτερη τύχη, έφθασε στην Κοπεγχάγη, με μόνη του περιουσία 30 φράγκα με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή θεάτρου, αλλά σύντομα η φωνή του αλλάζει και δεν τον δέχονται να συνεχίσει .
Δεν καταφέρνει ούτε να ολοκληρώσει τις σπουδές του αλλά πάντα ασχολείται με τη γραφή και την ποίηση. Ο Jonas Collin , διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου νοιώθει μια ιδιαίτερη αδυναμία για αυτόν τον καχεκτικό και πανάσχημο νέο που πείθει τον Βασιλιά Frederick VI να πληρώσει ένα μέρος της εκπαίδευσης του και να συνεχίσει όσο μπορεί τια σπουδές του στο γυμνάσιο. Στα 1822 αρχίζει να γίνεται γνωστός αφού εκδίδεται η πρώτη του ιστορία:The Ghost at Palnatoke's Grave και όλοι πια μιλούν για το « νέο αστέρι που γεννιέται». Ακολουθούν αρκετές ιστορίες . Τα παιδιά τον λατρεύουν, οι ιστορίες του αρχίζουν να διαβάζονται παντού. Από το 1835 που ολοκληρώνει το πρώτο του βιβλίο η φήμη και η δόξα δεν τον εγκαταλείπουν ποτέ. Αρχίζει να ταξιδεύει και τα 36 γενέθλια του τα γιορτάζει στην Ελλάδα και συγκεκριμένα πάνω στον Παρθενώνα που τον μαγεύει.
Συνεχίζει να γράφει ποιήματα, τα παραμύθια του γνωρίζουν νέες εκδόσεις.
Τον Ιούνιο του 1847 έρχεται στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο Λονδίνο όπου καλεσμένος σε ένα πάρτι της Κοντέσας του Μπλέσσινγκτον γνωρίζει και συναντά τον Κάρολο Ντίκενς. Σφίγγουν τα χέρια και μαζί συνομιλούν και περπατούν στον κήπο. Πολύ αργότερα θα γράψει στο Ημερολόγιό του: « Είχαμε έρθει μαζί ως την βεράντα . Ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος γιατί είχα γνωρίσει από κοντά ένα Άγγλο , εν ζωή, συγγραφέα και μάλιστα αυτόν που αγαπώ και θαυμάζω περισσότερο …».
Δέκα χρόνια αργότερα όταν τον επισκέπτεται ξανά θα απογοητευτεί πολύ γιατί δεν θα τον δεχτεί στο σπίτι του και τότε θα καταλάβει γιατί δεν του απαντούσε στα γράμματα του , αν και ο σεβασμός ανάμεσα τους για την δουλειά του καθενός ήταν αμοιβαίος . Τα θέματα τους ήταν παρόμοια λόγω της βικτωριανής εποχής, της φτώχιας και της εξιδανίκευσης της αθωότητας της παιδικής ηλικίας.
Ως το 1867 που η γενέτειρα πόλη του, του χαρίζει το κλειδί της γράφει ασταμάτητα :
« Η μικρή γοργόνα», « οι μαγικές γαλότσες», « Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος», « τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα», « Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», « Η βασίλισσα του χιονιού», « Η μαγική κασέλα», « Τα κόκκινα παπούτσια », « Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», « Η τοσοδούλα » , « Ο γιός του μπαλωματή», «Το μικρό χριστουγεννιάτικο έλατο», « Ο καπνοκαθαριστής και η βοσκοπούλα », « Ο μολυβένιος στρατιώτης», « οι αγριόκυκνοι» κ.ά.
Την Άνοιξη του 1872 ενώ κοιμάται πέφτει από το κρεβάτι του και δεν αναρρώνει σχεδόν ποτέ. Χτυπημένος από καρκίνο στο συκώτι λίγο αργότερα, θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 4 Αυγούστου του 1875 και το όνομα του θα συνδεθεί με τα κλασσικά παραμύθια, τον θρύλο και την αγάπη των παιδιών για τα βιβλία σ΄ ολόκληρη τη γη.
Λένε πως λίγο πριν πεθάνει έμενε στο σπίτι στενών του φίλων , του τραπεζίτη Moritz Melchior και της συζύγου του και λίγο πριν το τέλος του είχε συμβουλέψει ένα συνθέτη για την μουσική της κηδείας του λέγοντάς του :
«Οι περισσότεροι άνθρωποι που θα με ακολουθούν στην κηδεία μου θα είναι παιδιά γι αυτό θα ήθελα να γράψετε μουσική που θα είναι κατάλληλη για μικρά βήματα …».
Η Δανέζικη κυβέρνηση είχε ήδη παραγγείλει ένα τεράστιο άγαλμα που ακόμα και σήμερα κοσμεί την είσοδο του Rosenborg Castle Gardens στην Κοπενχάγη.
Κι όπως πολύ σωστά είχε γράψει ο ίδιος κάποτε, ναι, τώρα… ξέρουμε περισσότερα, ίσως για αυτόν!
«Σουτ! Αρχίζει το παραμύθι! Όταν τελειώσει, θα ξέρουμε περισσότερα απ΄ότι τώρα…» Χ.Κ.Άντερσεν
ΠΗΓΕΣ :
Wikipedia.org
Hans Christian Andersen: the story of his life and work 1805-75
hcandersen-homepage.dk